Οι επιδράσεις του Βυζαντίου στην Ευρώπη, στους Άραβες, στους σλαβικούς
λαούς, με όποιους τέλος πάντων οι Βυζαντινοί ήρθαν σε επαφή, δίνουν κατά
τον καλύτερο τρόπο το μέτρο του πολιτισμού του και προσδιορίζουν την
υψηλή του στάθμη.
Ακόμη και μαρξιστές ιστορικοί, όπως ο καθηγητής
του Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ Μ.Β. Λεφτσένκο, που με δριμύτητα
επικρίνει πολλές πτυχές του κοινωνικού, πολιτικού και εκκλησιαστικού
βίου του Βυζαντίου, αναγνωρίζουν τη μεγάλη πολιτιστική του προσφορά:
«Φαίνεται πως δεν θα έπρεπε», γράφει, «να υπάρχουν ούτε θέση ούτε χρόνος
ούτε ευνοϊκοι όροι για μια πνευματική ζωή με κάποια λάμψη μέσα στο
Βυζάντιο του δέκατου τρίτου και δέκατου τέταρτου αιώνα, το Βυζάντιο
αυτό, που σπαραζόταν από τις ασταμάτητες εσωτερικές διχόνοιες και
χτυπιόταν από τις ξένες εισβολές».
Όμως, παρά το μη ευνοϊκό αυτόν
περίγυρο, το Βυζάντιο εξακολούθησε, όπως και στα πριν χρόνια, να κρατεί
το ρόλο του κέντρου της πνευματικής ακτινοβολίας. Όπως και στους
καλύτερους καιρούς, οι σχολές της Κωνσταντινούπολης τραβούσαν τη νεολαία
όχι μόνο από τις χώρες που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, μα και από τις
χώρες της χριστιανικής Ανατολής και ακόμη της Ιταλίας, όπου ξυπνούσε η
ουμανιστική κίνηση. Η φιλολογική παραγωγή της εποχής αυτής δεν είναι
κατώτερη από τη λογοτεχνική παραγωγή της προηγούμενης εποχής, αν όχι στο
περιεχόμενο και στο βάθος της, το λιγότερο στην ποικιλία και την
αφθονία της. Οι φιλόσοφοι, με επικεφαλής τον Γεμιστό Πλήθωνα, σχολιάζανε
όπως και στα πριν χρόνια τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα.
Οι
ρήτορες και οι φιλόλογοι, που σπουδάζανε τα καλύτερα έργα της κλασικής
αρχαιότητας, εξακολουθούσαν να έχουν πολυάριθμους μαθητές. Μια σειρά από
ιστορικούς περιγράφανε στα έργα τους τα γεγονότα κατά τους τελευταίους
αιώνες της Αυτοκρατορίας.
Η ποίηση άνθησε ξανά. Τέλος, οι καλές
τέχνες αναπτύχθηκαν με τη σειρά τους και άφησαν μερικά μνημεία μεγάλης
αξίας. Στα χρόνια των Παλαιολόγων ανάγεται και το τελευταίο νομικό έργο
του Βυζαντίου, που είχε τεράστια επίδραση στα Βαλκάνια και τη
Βεσσαραβία, επίδραση που κράτησε ακόμη και ως τα τελευταία τούτα χρόνια.
Πρόκειται
για τη συλλογή νόμων του Θεσσαλονικιώτη νομικού και δικαστή
Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου, που είναι γνωστή με το τίτλο «Εξάβιβλος».
Υπεροχή
Ας
δούμε όμως έναν – έναν ξεχωριστά τους τομείς του βυζαντινού πολιτισμού,
όπως μας προσφέρονται όχι μόνο από τα μνημεία του μεσαιωνικού μας
παρελθόντος αλλά και από τις τόσες επιβιώσεις του μετά την Άλωση,
επιβιώσεις που όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και μακρινούς τόπους έφθασαν
ως τις μέρες μας.
Και πρώτα θα αναφερθούμε στον τομέα της
βυζαντινής τέχνης, που είναι από τους σημαντικότερους. Δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι η τέχνη των Βυζαντινών κατέχει περίοπτη θέση σε παγκόσμια
και διαχρονική κλίμακα.
Πού οφείλεται όμως η υπεροχή αυτή;
Ασφαλώς στο ότι αποτελεί έκφραση της ορθοδόξου πνευματικότητας. Έχει
δηλαδή βαθύτατα πνευματικό χαρακτήρα, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα ή και
περιφρονώντας την ύλη με την επίπεδη απεικόνιση, την αυστηρότητα των
μορφών και το υψηλό δογματικό της περιεχόμενο. Στοιχεία που τη φέρνουν
κοντά στην πιο προχωρημένη τέχνη.
Μελετώντας κανείς τα έργα του
Θεοφάνη του Έλληνα, του ζωγράφου που χάρισε στη βυζαντινή Ρωσία
αριστουργήματα τέχνης και υπήρξε ο αρχηγέτης της βυζαντινής της σχολής,
το αντιλαμβάνεται αμέσως αυτό.
Ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος,
εξάλλου, με τις βυζαντινές καταβολές του, είναι μια ξεχωριστή περίπτωση
της προσεγγίσεως αυτής, ακόμη πιο μεγαλειώδης. Με την εξάπλωση της
τέχνης του στο Βορρά και στην Ανατολή, μα και στη Δύση, το Βυζάντιο
απέβη ο μέγας δάσκαλος στο συγκεκριμένο τομέα. Δηλαδή, πέραν από αυτήν
την καλλιτεχνική του προσφορά, έδωσε τα φώτα, ή για ν’ ακριβολογήσουμε
την τεχνική, σε τρεις ηπείρους: Ευρώπη, Ασία, Αφρική. Το αναγνωρίζει
αυτό ο Καρλ Ροβ στην «Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού», όπου εξετάζει
ακριβώς την επίδραση της βυζαντινής τέχνης στη Δύση, περιοχή με
δογματικό κλίμα (της Καθολικής Εκκλησίας) διόλου κατάλληλο: «Το
Βυζάντιο, παρατηρεί, ήταν ο μεσάζων ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή που
μετέδωσε μερικά από τα θαύματά του στη διαμορφωμένη Δύση, τα λαμπρά
χρυσοΰφαντα υφάσματα, τα πολύτιμα χρυσοχοϊκά έργα, τις επαργυρωμένες η
αργυρές θύρες και τέλος την ίδια την τεχνική του.
Από την εποχή της Θεοφανώς, της συζύγου του Όθωνος Β΄, ασκούσε εδώ το Βυζάντιο μεγάλη επίδραση. Το 13ο αιώνα Έλληνες μουσικοί βρίσκονται στα μοναστήρια, Έλληνες κινούνται στην αυλή και Έλληνες αρχιτέκτονες βρίσκονται στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Οι μικρογραφίες και η τέχνη του σμάλτου δείχνουν ελληνική τεχνική. Κυριαρχεί ακόμη η επίδραση αυτή στη Βεστφαλία, στη Σαξονία και τη Θουριγγία, όπως αποδεικνύουν το ψαλτήρι του κόμητος Έρμαν της Θουριγγίας (1217) και το ευαγγελιστάριο του Κοσλάρ. Ακόμη η βυζαντινή αυτή επίδραση υπάρχει και στην Αγγλία και τη Γαλλία, όπως δείχνουν οι εκκλησίες της Σαρτρ και της Αμιέν και οι μικρογραφίες των ψαλτηρίων του Ουεστμίνστερ».
Ξενόπληκτο
Τα γνωρίζουν άραγε όλα αυτά οι ξενόπληκτοι συμπατριώτες μας, που ούτε το μεγαλείο της βυζαντινής μουσικής ούτε την απαράμιλλη αισθητική της βυζαντινής τέχνης μπορούν να κατανοήσουν και εξακολουθούν να αντιγράφουν τους Φράγκους, αυτούς δηλαδή τους οποίους οι Βυζαντινοί μας πρόγονοι εδίδαξαν, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση από το ορθόδοξο δόγμα;
Και ως προς τη βυζαντινή τέχνη, είναι αλήθεια ότι η αξία της έχει αναγνωρισθεί σε διεθνές επίπεδο. Το ίδιο δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε και για τη βυζαντινή λογοτεχνία, παρά το γεγονός ότι με το μνημειώδες έργο του Καρόλου Κρουμπάχερ «Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας» τοποθετήθηκε σωστά και ακριβοδίκαια. Ένας επιπόλαιος κριτής θα το απέδιδε αυτό σε μειονεξία της βυζαντινής λογοτεχνίας απέναντι στη βυζαντινή λογοτεχνία δεν διαδόθηκε ευρύτερα είναι το γλωσσικό της ένδυμα, καθώς σήμερα η ελληνική έχει περιορισθεί στον ελλαδικό χώρο, ενώ η τέχνη, χωρίς τον περιορισμό αυτό, μιλάει αμέσως σε οποιονδήποτε ξένο.
Γνωρίζοντας κανείς τα προϊόντα του βυζαντινού πνεύματος, διαπιστώνει ότι εκτός από την υμνογραφία και την ποίηση έδωσε ιστοριογραφία, επιστολογραφία, φιλολογία και βέβαια θεολογία και ακόμη, σε μικρότερη βέβαια κλίμακα, φιλοσοφία, ακόμη και θέατρο (θρησκευτικό).
Και αν δεν ισχυρισθούμε ότι το Βυζάντιο έδωσε αριστουργήματα ποιοτικού λόγου – εμείς πιστεύουμε ότι έδωσε – κανείς δεν έχει το δικαίωμα να περιορίζει την προσφορά του στη διάσωση της κλασικής φιλολογίας και μόνο.
Γιατί οι Βυζαντινοί δημιούργησαν μια πρώτης τάξεως ποίηση που, παρά το θρησκευτικό της περίβλημα και την αυστηρή της προσήλωση στο δόγμα, είναι χυμώδης, γεμάτη λυρισμό, υποβλητικότητα και έχει να επιδείξει γλωσσικό πλούτο μοναδικό. Αν στις αρετές της αυτές προσθέσουμε τη συνέχιση της αρχαιοελληνικής παραδόσεως, την τραγική αίσθηση, την υψηλή εμπνοή και το θείο έρωτα, θα έχουμε μια σχετική «ιδέα» της ποίησης αυτής. Ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο Κοσμάς ο Μαϊουμά, ο Ιωσήφ ο υμνογράφος, ο Ανδρέας Κρήτης, ο Παύλος Σιλεντιάριος, ο Μιχαήλ Ιταλικός και άλλοι ακόμη είναι ποιητές με όλη τη βαρύτητα της λέξεως. Και βέβαια οι ανώνυμοι υμνογράφοι που με την άνωθεν φώτιση χάρισαν στη βυζαντινή ποίηση απαράμιλλους στίχους.
Ιδεώδη
Αν θέλαμε τώρα να δώσουμε έναν πυκνό χαρακτηρισμό της έξοχης ποιοτικής παραγωγής των Βυζαντινών μας προγόνων, θα λέγαμε τούτο: ότι υμνώντας υψηλές έννοιες ανεβαίνει και αυτή στη σφαίρα εκείνη του υψηλού ιδεώδους που μόνο η αληθινή πίστη χαρίζει. Διακρίνεται γι’ αυτό η βυζαντινή ποίηση μέσα στην παγκόσμια λογοτεχνική παραγωγή.
Στον καθηγητή Κάρολο Μητσάκη οφείλουμε μια εύστοχη παρατήρηση, με την οποία επισημαίνεται το τρίπτυχο της μεγάλης καλλιτεχνικής προσφοράς του Βυζαντίου: «Εάν ήθελε κανείς να συνοψίσει την «προσωπική» προσφορά του Βυζαντίου στον παγκόσμιο πολιτισμό, θα ξεχώριζε τρεις κυρίως εκφράσεις του βυζαντινού πνεύματος, που δεν είναι απλή σύμπτωση ότι όλες τους σχετίζονται άμεσα με τη θρησκευτική ζωή: τις εκκλησίες, τις αγιογραφίες που κοσμούν τους τοίχους των εκκλησιών και τους ύμνους που ψάλλονται μέσα στην κατανυκτική ατμόσφαιρα των εκκλησιών αυτών».
«Γνωρίζοντας κανείς τα προϊόντα του βυζαντινού πνεύματος, διαπιστώνει ότι εκτός από την υμνογραφία και την ποίηση έδωσε ιστοριογραφία, επιστολογραφία, φιλολογία και βέβαια θεολογία και ακόμη, σε μικρότερη βέβαια κλίμακα, φιλοσοφία, ακόμη και θέατρο».
Ορθοδοξία & Ελληνισμός, Του Ι. Μ. Χατζηφώτη, Τύπος της Κυριακής, 3 Ιουνίου 2001