Pages

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2023

Οι άγνωστες πτυχές της πολιτιστικής προσφοράς του Βυζαντίου

Οι επιδράσεις του Βυζαντίου στην Ευρώπη, στους Άραβες, στους σλαβικούς λαούς, με όποιους τέλος πάντων οι Βυζαντινοί ήρθαν σε επαφή, δίνουν κατά τον καλύτερο τρόπο το μέτρο του πολιτισμού του και προσδιορίζουν την υψηλή του στάθμη.

Ακόμη και μαρξιστές ιστορικοί, όπως ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ Μ.Β. Λεφτσένκο, που με δριμύτητα επικρίνει πολλές πτυχές του κοινωνικού, πολιτικού και εκκλησιαστικού βίου του Βυζαντίου, αναγνωρίζουν τη μεγάλη πολιτιστική του προσφορά: «Φαίνεται πως δεν θα έπρεπε», γράφει, «να υπάρχουν ούτε θέση ούτε χρόνος ούτε ευνοϊκοι όροι για μια πνευματική ζωή με κάποια λάμψη μέσα στο Βυζάντιο του δέκατου τρίτου και δέκατου τέταρτου αιώνα, το Βυζάντιο αυτό, που σπαραζόταν από τις ασταμάτητες εσωτερικές διχόνοιες και χτυπιόταν από τις ξένες εισβολές».

Όμως, παρά το μη ευνοϊκό αυτόν περίγυρο, το Βυζάντιο εξακολούθησε, όπως και στα πριν χρόνια, να κρατεί το ρόλο του κέντρου της πνευματικής ακτινοβολίας. Όπως και στους καλύτερους καιρούς, οι σχολές της Κωνσταντινούπολης τραβούσαν τη νεολαία όχι μόνο από τις χώρες που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, μα και από τις χώρες της χριστιανικής Ανατολής και ακόμη της Ιταλίας, όπου ξυπνούσε η ουμανιστική κίνηση. Η φιλολογική παραγωγή της εποχής αυτής δεν είναι κατώτερη από τη λογοτεχνική παραγωγή της προηγούμενης εποχής, αν όχι στο περιεχόμενο και στο βάθος της, το λιγότερο στην ποικιλία και την αφθονία της. Οι φιλόσοφοι, με επικεφαλής τον Γεμιστό Πλήθωνα, σχολιάζανε όπως και στα πριν χρόνια τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα.

Οι ρήτορες και οι φιλόλογοι, που σπουδάζανε τα καλύτερα έργα της κλασικής αρχαιότητας, εξακολουθούσαν να έχουν πολυάριθμους μαθητές. Μια σειρά από ιστορικούς περιγράφανε στα έργα τους τα γεγονότα κατά τους τελευταίους αιώνες της Αυτοκρατορίας.

Η ποίηση άνθησε ξανά. Τέλος, οι καλές τέχνες αναπτύχθηκαν με τη σειρά τους και άφησαν μερικά μνημεία μεγάλης αξίας. Στα χρόνια των Παλαιολόγων ανάγεται και το τελευταίο νομικό έργο του Βυζαντίου, που είχε τεράστια επίδραση στα Βαλκάνια και τη Βεσσαραβία, επίδραση που κράτησε ακόμη και ως τα τελευταία τούτα χρόνια.

Πρόκειται για τη συλλογή νόμων του Θεσσαλονικιώτη νομικού και δικαστή Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου, που είναι γνωστή με το τίτλο «Εξάβιβλος».

Υπεροχή

Ας δούμε όμως έναν – έναν ξεχωριστά τους τομείς του βυζαντινού πολιτισμού, όπως μας προσφέρονται όχι μόνο από τα μνημεία του μεσαιωνικού μας παρελθόντος αλλά και από τις τόσες επιβιώσεις του μετά την Άλωση, επιβιώσεις που όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και μακρινούς τόπους έφθασαν ως τις μέρες μας.

Και πρώτα θα αναφερθούμε στον τομέα της βυζαντινής τέχνης, που είναι από τους σημαντικότερους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τέχνη των Βυζαντινών κατέχει περίοπτη θέση σε παγκόσμια και διαχρονική κλίμακα.

Πού οφείλεται όμως η υπεροχή αυτή; Ασφαλώς στο ότι αποτελεί έκφραση της ορθοδόξου πνευματικότητας. Έχει δηλαδή βαθύτατα πνευματικό χαρακτήρα, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα ή και περιφρονώντας την ύλη με την επίπεδη απεικόνιση, την αυστηρότητα των μορφών και το υψηλό δογματικό της περιεχόμενο. Στοιχεία που τη φέρνουν κοντά στην πιο προχωρημένη τέχνη.

Μελετώντας κανείς τα έργα του Θεοφάνη του Έλληνα, του ζωγράφου που χάρισε στη βυζαντινή Ρωσία αριστουργήματα τέχνης και υπήρξε ο αρχηγέτης της βυζαντινής της σχολής, το αντιλαμβάνεται αμέσως αυτό.

Ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος, εξάλλου, με τις βυζαντινές καταβολές του, είναι μια ξεχωριστή περίπτωση της προσεγγίσεως αυτής, ακόμη πιο μεγαλειώδης. Με την εξάπλωση της τέχνης του στο Βορρά και στην Ανατολή, μα και στη Δύση, το Βυζάντιο απέβη ο μέγας δάσκαλος στο συγκεκριμένο τομέα. Δηλαδή, πέραν από αυτήν την καλλιτεχνική του προσφορά, έδωσε τα φώτα, ή για ν’ ακριβολογήσουμε την τεχνική, σε τρεις ηπείρους: Ευρώπη, Ασία, Αφρική. Το αναγνωρίζει αυτό ο Καρλ Ροβ στην «Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού», όπου εξετάζει ακριβώς την επίδραση της βυζαντινής τέχνης στη Δύση, περιοχή με δογματικό κλίμα (της Καθολικής Εκκλησίας) διόλου κατάλληλο: «Το Βυζάντιο, παρατηρεί, ήταν ο μεσάζων ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή που μετέδωσε μερικά από τα θαύματά του στη διαμορφωμένη Δύση, τα λαμπρά χρυσοΰφαντα υφάσματα, τα πολύτιμα χρυσοχοϊκά έργα, τις επαργυρωμένες η αργυρές θύρες και τέλος την ίδια την τεχνική του.


Την επίδραση των έργων αυτών τη δείχνει η βασιλική του Μόντε Κασίνο, όπου τα συγκεντρώνει στα μέσα του 11ου αιώνα ο ηγούμενος Ντεζιντέριους. Από τα έργα αυτά διδάχτηκαν οι Δυτικοί μοναχοί την τεχνική επεξεργασία του μετάλλου, του γυαλιού και του ελεφαντοστού. Η αναγέννηση του Καρόλου δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί χωρίς το Βυζάντιο και οι γερμανικές σχολές της Κολονίας, του Ααχεν κ.λπ. παίρνουν μαθήματα από αυτό.

Από την εποχή της Θεοφανώς, της συζύγου του Όθωνος Β΄, ασκούσε εδώ το Βυζάντιο μεγάλη επίδραση. Το 13ο αιώνα Έλληνες μουσικοί βρίσκονται στα μοναστήρια, Έλληνες κινούνται στην αυλή και Έλληνες αρχιτέκτονες βρίσκονται στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Οι μικρογραφίες και η τέχνη του σμάλτου δείχνουν ελληνική τεχνική. Κυριαρχεί ακόμη η επίδραση αυτή στη Βεστφαλία, στη Σαξονία και τη Θουριγγία, όπως αποδεικνύουν το ψαλτήρι του κόμητος Έρμαν της Θουριγγίας (1217) και το ευαγγελιστάριο του Κοσλάρ. Ακόμη η βυζαντινή αυτή επίδραση υπάρχει και στην Αγγλία και τη Γαλλία, όπως δείχνουν οι εκκλησίες της Σαρτρ και της Αμιέν και οι μικρογραφίες των ψαλτηρίων του Ουεστμίνστερ».

Ξενόπληκτο

Τα γνωρίζουν άραγε όλα αυτά οι ξενόπληκτοι συμπατριώτες μας, που ούτε το μεγαλείο της βυζαντινής μουσικής ούτε την απαράμιλλη αισθητική της βυζαντινής τέχνης μπορούν να κατανοήσουν και εξακολουθούν να αντιγράφουν τους Φράγκους, αυτούς δηλαδή τους οποίους οι Βυζαντινοί μας πρόγονοι εδίδαξαν, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση από το ορθόδοξο δόγμα;

Και ως προς τη βυζαντινή τέχνη, είναι αλήθεια ότι η αξία της έχει αναγνωρισθεί σε διεθνές επίπεδο. Το ίδιο δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε και για τη βυζαντινή λογοτεχνία, παρά το γεγονός ότι με το μνημειώδες έργο του Καρόλου Κρουμπάχερ «Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας» τοποθετήθηκε σωστά και ακριβοδίκαια. Ένας επιπόλαιος κριτής θα το απέδιδε αυτό σε μειονεξία της βυζαντινής λογοτεχνίας απέναντι στη βυζαντινή λογοτεχνία δεν διαδόθηκε ευρύτερα είναι το γλωσσικό της ένδυμα, καθώς σήμερα η ελληνική έχει περιορισθεί στον ελλαδικό χώρο, ενώ η τέχνη, χωρίς τον περιορισμό αυτό, μιλάει αμέσως σε οποιονδήποτε ξένο.

Γνωρίζοντας κανείς τα προϊόντα του βυζαντινού πνεύματος, διαπιστώνει ότι εκτός από την υμνογραφία και την ποίηση έδωσε ιστοριογραφία, επιστολογραφία, φιλολογία και βέβαια θεολογία και ακόμη, σε μικρότερη βέβαια κλίμακα, φιλοσοφία, ακόμη και θέατρο (θρησκευτικό).

Και αν δεν ισχυρισθούμε ότι το Βυζάντιο έδωσε αριστουργήματα ποιοτικού λόγου – εμείς πιστεύουμε ότι έδωσε – κανείς δεν έχει το δικαίωμα να περιορίζει την προσφορά του στη διάσωση της κλασικής φιλολογίας και μόνο.

Γιατί οι Βυζαντινοί δημιούργησαν μια πρώτης τάξεως ποίηση που, παρά το θρησκευτικό της περίβλημα και την αυστηρή της προσήλωση στο δόγμα, είναι χυμώδης, γεμάτη λυρισμό, υποβλητικότητα και έχει να επιδείξει γλωσσικό πλούτο μοναδικό. Αν στις αρετές της αυτές προσθέσουμε τη συνέχιση της αρχαιοελληνικής παραδόσεως, την τραγική αίσθηση, την υψηλή εμπνοή και το θείο έρωτα, θα έχουμε μια σχετική «ιδέα» της ποίησης αυτής. Ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο Κοσμάς ο Μαϊουμά, ο Ιωσήφ ο υμνογράφος, ο Ανδρέας Κρήτης, ο Παύλος Σιλεντιάριος, ο Μιχαήλ Ιταλικός και άλλοι ακόμη είναι ποιητές με όλη τη βαρύτητα της λέξεως. Και βέβαια οι ανώνυμοι υμνογράφοι που με την άνωθεν φώτιση χάρισαν στη βυζαντινή ποίηση απαράμιλλους στίχους.

Ιδεώδη

Αν θέλαμε τώρα να δώσουμε έναν πυκνό χαρακτηρισμό της έξοχης ποιοτικής παραγωγής των Βυζαντινών μας προγόνων, θα λέγαμε τούτο: ότι υμνώντας υψηλές έννοιες ανεβαίνει και αυτή στη σφαίρα εκείνη του υψηλού ιδεώδους που μόνο η αληθινή πίστη χαρίζει. Διακρίνεται γι’ αυτό η βυζαντινή ποίηση μέσα στην παγκόσμια λογοτεχνική παραγωγή.

Στον καθηγητή Κάρολο Μητσάκη οφείλουμε μια εύστοχη παρατήρηση, με την οποία επισημαίνεται το τρίπτυχο της μεγάλης καλλιτεχνικής προσφοράς του Βυζαντίου: «Εάν ήθελε κανείς να συνοψίσει την «προσωπική» προσφορά του Βυζαντίου στον παγκόσμιο πολιτισμό, θα ξεχώριζε τρεις κυρίως εκφράσεις του βυζαντινού πνεύματος, που δεν είναι απλή σύμπτωση ότι όλες τους σχετίζονται άμεσα με τη θρησκευτική ζωή: τις εκκλησίες, τις αγιογραφίες που κοσμούν τους τοίχους των εκκλησιών και τους ύμνους που ψάλλονται μέσα στην κατανυκτική ατμόσφαιρα των εκκλησιών αυτών».

«Γνωρίζοντας κανείς τα προϊόντα του βυζαντινού πνεύματος, διαπιστώνει ότι εκτός από την υμνογραφία και την ποίηση έδωσε ιστοριογραφία, επιστολογραφία, φιλολογία και βέβαια θεολογία και ακόμη, σε μικρότερη βέβαια κλίμακα, φιλοσοφία, ακόμη και θέατρο».

Ορθοδοξία & Ελληνισμός, Του Ι. Μ. Χατζηφώτη, Τύπος της Κυριακής, 3 Ιουνίου 2001

voria.gr

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2022

Το Βυζάντιο φωτοδότης Ανατολής και Δύσης!

Απλή αναφορά στα γεγονότα της 29ης Μαΐου 1453, της αλώσεως της Κων/πόλεως, της Βασιλίδος των Πόλεων, δεν θα είχε και πολύ μεγάλη σημασία. Αξία και σημασία μεγάλη έχει η προσφορά της Αυτοκρατορίας στον πολιτισμό της Ευρώπης, το φως που έσβησε. Όταν η «Πόλις εάλω», το φως που φώτιζε τόσους αιώνες την Ευρώπη έσβησε. Όμως και την ώρα που έσβηνε το φως στην Ανατολή, μεταφερόταν στη Δύση. Ο Ελληνισμός και την ώρα της μεγάλης συμφοράς, γίνεται ευεργέτης της Δύσης.

Οι Έλληνες λόγιοι κουβαλώντας τους πνευματικούς θησαυρούς του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού διέφυγαν στη Δύση. Αυτό είχε ως συνέπεια τον πολιτισμικό μαρασμό των Ελλήνων, την πολιτισμική και πνευματική ευρωστία της Δυτικής Ευρώπης, η οποία την οδήγησε στην Αναγέννηση. Είναι αναμφισβήτητο ότι χωρίς την παρουσία των Ελλήνων λογίων, πριν αλλά κυρίως μετά την άλωση, οι πνευματικοί ορίζοντες του αναγεννησιακού ουμανισμού της Δυτικής Ευρώπης θα ήταν πολύ περιορισμένοι.

Κι όμως, ο Δυτικός αυτός Κόσμος πριν από δύο αιώνες είχε προετοιμάσει το έδαφος για να περάσει εύκολα η λαίλαπα, να υποδουλώσει άνετα τον πνευματικό τροφοδότη της Δύσης. Διότι, στην πραγματικότητα το 1204 οι σταυροφόροι του Πάπα και οι Φράγκοι, με την κατάληψη της Βυζ. Αυτοκρατορίας και την κατοχή 57 χρόνων, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να γίνει η Ελληνική αυτοκρατορία εύκολη λεία των Τούρκων, δυστυχώς.

Την αξία της προσφοράς του Βυζαντίου επιβεβαιώνει ο μεγάλος Άγγλος ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν γράφοντας επιγραμματικά στο μνημειώδες ιστορικό σύγγραμμά του «Βυζαντινός Πολιτισμός»: «Στις 29 Μαΐου 1453, ένας πολιτισμός σαρώθηκε αμετάκλητα. Είχε αφήσει μία ένδοξη κληρονομιά στα γράμματα και στην τέχνη. Είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από τη βαρβαρότητα και είχε δώσει σε άλλες την εκλέπτυνση των ηθών. Η δύναμή του και η ευφυΐα του προστάτεψαν πολλούς αιώνες την Χριστιανοσύνη. Για έντεκα αιώνες η Κων/πολη ήταν το κέντρο ενός κόσμου φωτός».

Ο μεγάλος Ρώσος ιστορικός Α. Βασίλιεφ στην «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» 324-1453, γράφει: «Το Βυζάντιο συνέβαλε πάρα πολύ στην ιστορία της Αναγέννησης καλλιεργώντας όχι μόνον τη γνώση της Ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας, αλλά έδωσε στη Δύση έναν τεράστιο αριθμό αρχαίων χειρογράφων και κειμένων των πατέρων της Εκκλησίας».

Ο Βασίλιεφ κλείνει τον 5ο τόμο της ιστορίας του με τα εξής: «Καθώς οι συνθήκες ζωής στο Βυζάντιο εγένοντο δυσκολότερες και πιο επικίνδυνες, λόγω των Τουρκικών κατακτήσεων, πολυάριθμοι Έλληνες μετανάστευσαν στην Δύσιν, παίρνοντας μαζί τους τα έργα της φιλολογίας τους. Η συσσώρευση στην Ιταλία των θησαυρών του κλασικού κόσμου, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στο Βυζάντιο, εδημιούργησε στην Δύσιν πάρα πολύ ευνοϊκές συνθήκες για μια επαφή με το μακρινό παρελθόν της Ελλάδος και τον αιώνιο πολιτισμό της. Μεταφέροντας τα κλασικά έργα στην δύσιν και σώζοντας αυτά από τα χέρια των Τούρκων το Βυζάντιο πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία στην ανθρωπότητα και την μελλοντικήν εξέλιξιν».

Αυτά που γράφει ένας ιστορικός του αναστήματος του Βασίλιεφ δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει κανείς. Οι απέλπιδες προσπάθειες του Βατικανού να αμαυρώσει το Βυζάντιο πέφτουν στο κενό. Το περισπούδαστο έργο του Βασίλιεφ προσφέρει μία ανεκτίμητη υπηρεσία: Βάζοντας σε τάξη με ακρίβεια μία τόσο πολύπλοκη ιστορική περίοδο, όπως η Βυζαντινή, επιτρέπει στο σύγχρονο άνθρωπο να κάνει μία σωστή γνωριμία μαζί της.

Η μακραίωνη βυζαντινή ιστορία που αφηγείται το βιβλίο αυτό, κακομεταχειρισμένη και παρεξηγημένη παλαιότερα, έχει τελείως αναθεωρηθεί στην εποχή μας. Πολλά σπουδαία στοιχεία έχουν αποκαλυφθεί πρόσφατα, ενώ συγχρόνως έγιναν σημαντικές επιστημονικές έρευνες, που φωτίζουν από κάθε πλευρά την τόσο εκπληκτική σε γεγονότα, τόσο πλούσια σε ποικιλία και τόσο αξιόλογη για την μακροχρόνια διάρκειά της βυζαντινή εποχή.

Ωστόσο, έλειπε, όχι μόνο από την ελληνική, αλλά και από την παγκόσμια βιβλιογραφία, μία γενική ιστορία, που θα αξιοποιούσε τις νεότερες έρευνες και ενημερωμένη για τα πιο σύγχρονα επιστημονικά συμπεράσματα, θα εξέθετε κατά ένα πλήρη και συνθετικό τρόπο την εξέλιξη και την τύχη της χιλιετούς αυτοκρατορίας. Αυτό ακριβώς προσφέρει το κλασικό σε όλον τον κόσμο έργο του Βασίλιεφ και αυτό αποτελεί το πλεονέκτημά του σε σχέση με όλα τα άλλα καλά έργα για τη βυζαντινή ιστορία.

Το Βατικανό και ο Πάπας από αιώνες εχθρεύονται και μισούν την Ορθοδοξία και κάνουν ό,τι μπορούν για να μειώσουν το μέγεθος της προσφοράς του Βυζαντίου στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Από τον 17ο αιώνα, όλοι οι Δυτικοί συγγραφείς (πιστοί στα κελεύσματα του Πάπα) χρησιμοποιούν τον όρο Βυζάντιο σαν να πρόκειται για κάτι το σκοτεινό, το οπισθοδρομικό, το βάρβαρο…

Ο Στήβεν Ράνσιμαν γράφει σχετικά: «Η Δυτική Ευρώπη, με τις προπατορικές αναμνήσεις του φθόνου της για το Βυζαντινό πολιτισμό, με τους πνευματικούς της συμβούλους να κατηγορούν τους Ορθοδόξους ως αμαρτωλούς σχισματικούς και κατατρυχόμενη από ένα συναίσθημα ενοχής, γιατί στο τέλος εγκατέλειψε την Πόλη, προτίμησε να ξεχάσει το Βυζάντιο. Δεν μπορούσε να ξεχάσει το χρέος της στους (αρχαίους) Έλληνες. Είδε, όμως, το χρέος της ως οφειλόμενο μόνον στους κλασικούς χρόνους.

Ο Άγγλος ιστορικός Κάρολος Ντηλ (Ch. Diel) γράφει στο σύγγραμμά του «Les Grands Problems de l’ Histoire Byzantine», σελ. 173-174: «Το Βυζάντιο εδημιούργησε λαμπρόν πολιτισμόν, τον λαμπρότερον ίσως, ο οποίος είδε το φως μέχρι το 1100 στη χριστιανική Ευρώπη. Με αυτόν δε τον πολιτισμό, τον πνευματικό και τεχνικό, εξάσκησε ευρεία επίδραση σε όλους τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης». Άλλος ένας διαπρεπής Άγγλος ιστορικός ο W.C. Dampier γράφει: «Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία παρέμεινε το θεμέλιο του πολιτισμού στους δυσχερέστερους χρόνους του βαρβαρισμού στη Δυτική Ευρώπη. Ο ρόλος του Βυζαντίου στην εξέλιξη των επιστημών και ιδιαίτερα των μαθηματικών και της αστρονομίας είναι σημαντικός».

Το 330 μ.Χ. ο Μ. Κων/τίνος ίδρυσε το «Πανδιδακτήριο» (πανεπιστήμιο), το οποίο διοργάνωσε ο Θεοδόσιος Β’ (425 μ.Χ.). Από το Ανώτατο αυτό Πνευματικό Ίδρυμα του Βυζαντίου παρήλασαν διακεκριμένοι καθηγητές. Από τα βασικότερα μαθήματα, που διδάσκονταν σ’ αυτό ήταν η Αστρονομία, η Αριθμητική και η Γεωμετρία.

Η Αλεξάνδρεια υπήρξε η «επιστημονική μητρόπολη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας». Εκεί ο Θέων ο Αλεξανδρεύς (330-395) κατέγραψε δύο εκλείψεις του ηλίου (των ετών 365 και 372). Έγραψε: «Υπομνήματα εις την Μαθηματικήν Σύνταξιν» του Πτολεμαίου. Εξέδωσε με σχόλια τα «Στοιχεία του Ευκλείδη».

Η Αρχιτεκτονική έφθασε στο ζενίθ με τους δύο κορυφαίους αρχιτέκτονες, τον Ανθέμιο από τις Τράλλεις της Μικράς Ασίας και τον Ισίδωρο από την Μίλητο. Κορυφαίο δημιούργημά τους το αριστούργημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής ο Ναός της Αγίας Σοφίας(της του Θεού Σοφίας) στην Κων/πολη».

Γενικά, μπορούμε να πούμε, ότι κατά τον χρόνο που στη Δύση εβασίλευε η άγνοια και η βαρβαρότητα, το Ορθόδοξο Βυζάντιο εργαζόταν πολιτιστικά, εκτός των άλλων, και για τη διάσωση και διαιώνιση του θησαυρού της αρχαίας Ελλάδας. Το 357 μ.Χ. ιδρύθηκε στην Κων/πολη Βιβλιοθήκη. Σ’ αυτήν λειτουργούσε και «Μέγα αντιγραφικόν Εργαστήριον», που συντηρούσε παλαιούς και φθαρμένους κώδικες.

Παράλληλα αντιγράφονταν εκεί ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Δημοσθένης, ο Ισοκράτης και ο Θουκυδίδης. Η καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών Αικατ. Χριστοφιλοπούλου γράφει: «Αυτή είναι η πρώτη προσπάθεια διά την διάσωσιν της πνευματικής παραγωγής του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, από τότε που επικράτησε ο Χριστιανισμός στη δημόσια ζωή».

Κάτι ανάλογο γινόταν και στα μοναστήρια. Ο Μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας φρόντισε να αντιγραφούν ορθά και να διασωθούν έτσι πολλά έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Το παράδειγμά του βρήκε πολλούς μιμητές. Έτσι, στα περισσότερα μοναστήρια του Βυζαντίου υπήρχαν επιτελεία καλλιγράφων μοναχών, οι οποίοι συνεχώς αντέγραφαν αρχαία συγγράμματα σε παπύρους και περγαμηνές. Είναι τα περίφημα Σκριπτόρια (λατ. scribo = γράφω). Τα «τυπογραφεία» κατά κάποιον τρόπο της εποχής…

Σημαντικότατη προσφορά του Βυζαντίου σε Ανατολή και Δύση. Με αυτόν τον τρόπο δεν χάθηκε ο πνευματικός θησαυρός των αρχαίων μας προγόνων. Και ασφαλώς θα είχαμε και πολλά άλλα έργα της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, αν οι Τούρκοι κατά την άλωση της Κων/πόλεως, αλλά και των άλλων ελληνικών πόλεων, δεν είχαν παραδώσει στις φλόγες μυριάδες σπάνια χειρόγραφα…

Το αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα όχι μόνο δεν διώχθηκε, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, αλλά αντίθετα αποτέλεσε τη βάση της παιδείας στο Βυζάντιο.

Αλλά, το Βυζάντιο, όπως γράφει ο Ράνσιμαν, «είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από τη βαρβαρότητα και είχε δώσει σε άλλες την εκλέπτυνση των ηθών».

Σημαντικό γεγονός της βασιλείας του Μιχαήλ Γ’ (842-867) είναι η διάδοση του Χριστιανισμού στους Σλαβικούς λαούς. Δύο ιεραπόστολοι από τη Θεσσαλονίκη, οι αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος, στάλθηκαν στην Μοραβία (Τσεχοσλοβακία), επί Πατριάρχου Φωτίου, μαζί με άλλους συνεργάτες μοναχούς και τεχνικούς. Ο Μεθόδιος ήταν πρακτικότερος. Ο Κύριλλος ήταν πραγματικά σοφός, καθηγητής της Φιλοσοφίας και Θεολογίας στο πανεπιστήμιο της Κων/πολης.

Δημιούργησαν το σλαβικό αλφάβητο, το λεγόμενο Κυρίλλειο, με βάση το ελληνικό αλφάβητο με κεφαλαία γράμματα. Έτσι, κατόρθωσαν να μεταφράσουν από την ελληνική στη σλαβωνική το Ευαγγέλιο και τα αναγκαία λειτουργικά βιβλία. Με τη χρησιμοποίηση της ντόπιας γλώσσας προσέλκυσαν την αγάπη του λαού των χωρών εκείνων στη νέα θρησκεία και στον βυζαντινό πολιτισμό. Μία από τις περιπτώσεις που το Βυζάντιο έβγαλε χώρες ολόκληρες από τη βαρβαρότητα και έδωσε την εκλέπτυνση των ηθών.

Ο πολιτισμός στη Γερμανία ήρθε από το Βυζάντιο, χάρη στην Ελληνίδα πριγκίπισα Θεοφανώ, μητέρα του Όθωνα Γ’. Πραγματικά, στην ιστορία διαβάζουμε: Η Θεοφανώ, Αυτοκράτειρα των Γερμανών (972-983) ήταν αδελφή του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, θυγατέρα του Ρωμανού Β’ και της Θεοφανούς. Παντρεύτηκε τον Αυτοκράτορα της Γερμανίας Όθωνα Β’.

Ήταν ωραία και ευφυής, ανωτέρας μορφώσεως. Άσκησε ευεργετικότατη επίδραση στη Γερμανία. Εισήγαγε την εθιμοτυπία και την πολυτέλεια της Βυζαντινής Αυλής. Στη Γερμανία την συνόδευαν αρκετοί σοφοί άνδρες του Βυζαντίου, οι οποίοι εισήγαγαν την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και της φιλοσοφίας, η οποία αργότερα αναπτύχθηκε πολύ στη Γερμανία.

Τα λίγα αυτά στοιχεία που παρουσιάσαμε είναι αρκετά να επιβεβαιώσουν τα γραφόμενα από τον Ράνσιμαν: Το Βυζάντιο είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από την βαρβαρότητα και είχε δώσει σε άλλες την εκλέπτυνση των ηθών. Για 11 αιώνες η Κων/πολις ήταν κέντρο ενός κόσμου φωτός.

Γράφει ο Αθανάσιος Δέμος

https://proinoslogos.gr/

lastpoint.gr

Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

Εάλω η Πόλις;

Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στις 29 Μαΐου 1453. Αυτή η πτώση άλλαξε την ιστορία και τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς της περιοχής για τους επόμενους αιώνες.

Για περισσότερα από χίλια χρόνια η Κωνσταντινούπολη ήταν η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και εκτός από το όνομά της ήταν γνωστή και ως Νέα Ρώμη, Δεύτερη Ρώμη, Βασιλεύουσα κλπ.

Με το πέρασμα των χρόνων, η Κωνσταντινούπολη μετατράπηκε σε ιερή πρωτεύουσα. Η Κωνσταντινούπολη ως η «Άλλη Ρώμη» εμπλούτισε την ταυτότητά της μέσα από την αντίθεση με την αρχαία, αυτοκρατορική και παγανιστική Ρώμη. Αυτή η αποσύνδεση της Κωνσταντινούπολης από τη Ρώμη, συνοδεύτηκε με τη σταδιακή σύνδεση της Κωνσταντινούπολης με την Ιερουσαλήμ.

Η Κωνσταντινούπολη συνδέθηκε με την Επουράνια Ιερουσαλήμ πνευματικά και φυσικά, καθώς οι Βυζαντινοί μετέφεραν στην πόλη τα περισσότερα ιερά λείψανα από την Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, ο Μέγας Κωνσταντίνος μέσα από τις παρεμβάσεις του τον 4ο αιώνα που οδήγησαν στην ονομασία της περιοχής ως Άγιοι Τόποι, διαμόρφωσε μια νέα δυναμική πραγματικότητα στην Παλαιστίνη. Η Νέα Ιερουσαλήμ που διαμόρφωσε, δεν θα μπορούσε να έχει τίποτα κοινό, σε επίπεδο θρησκευτικό, πολιτισμικό και πολεοδομικό, με την ιουδαϊκή Ιερουσαλήμ των βασιλέων Δαβίδ και Σολομώντα και την εθνική Αιλία Καπιτωλίνα του αυτοκράτορα Αδριανού. Αργότερα και η ίδια η Κωνσταντινούπολη θα αποκτήσει το όνομα Νέα Ιερουσαλήμ.

Το δίδυμο της Ιερουσαλήμ και της Κωνσταντινούπολης ως ιερών πόλεων, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας ιστορίας για πολλούς αιώνες. Οι δύο πόλεις συσσώρευσαν γεωθρησκευτικό και γεωπολιτισμικό βάρος που ξεπερνούσε το αντίστοιχο γεωπολιτικό τους.

Με τα δεδομένα αυτά, όταν κατακτήθηκαν οι δύο πόλεις από τους μουσουλμάνους, μπορεί να άλλαξε το γεωπολιτικό τους status, αλλά όχι το αντίστοιχο γεωθρησκευτικό και γεωπολιτισμικό.

Η Κωνσταντινούπολη σε επίπεδο πολιτικό και πνευματικό απετέλεσε το πρότυπο για τις αναδυόμενες πρωτεύουσες, και όχι μόνο, της Ανατολικής Ευρώπης, ιδίως της Ρωσίας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας, με τις οποίες αναπτύχθηκαν ισχυροί γεωθρησκευτικοί δεσμοί.

Η πτώση της Κωνσταντινούπολης δημιούργησε ένα κενό. Οι Οθωμανοί Τούρκοι θέλησαν να γεμίσουν αυτό το κενό και να εμφανιστούν ως οι νέοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Ο Μωάμεθ ο Πορθητής, μετά την Κωνσταντινούπολη σχεδίαζε να καταλάβει και τη Ρώμη, για να ολοκληρώσει τη συνέχεια μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Αυτή αποτελούσε μια μεγάλη φιλοδοξία, προϋπόθεση της οποίας ήταν η ενσωμάτωση της Κωνσταντινούπολης στη νέα αυτοκρατορία. Η Κωνσταντινούπολη αναδείχτηκε σε κέντρο εξουσίας, πολιτικής και οικονομικής, αλλά μέχρις εκεί. Η πνευματικότητα και το γεωθρησκευτικό βάρος της πόλης, δεν έγινε δυνατόν να ενσωματωθούν στην οθωμανική πραγματικότητα.

Αλλά και η Ρωσία άρχισε να σκέπτεται το ενδεχόμενο μετατροπής της Μόσχας στην Τρίτη Ρώμη, μια ιδέα που διήρκεσε αιώνες, αλλά δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά όσο υπήρχε η Κωνσταντινούπολη. Επομένως, η επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης -του Tsargrad- από τους μουσουλμάνους, αναδείχθηκε σε ακρογωνιαίο λίθο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Παρόμοιες σκέψεις έκανε αργότερα και ο Ναπολέων, ο οποίος αρνούνταν να συμβιβαστεί με τους Ρώσους για το θέμα της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης.

Οι Οθωμανοί Τούρκοι κατάφεραν να κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη και να δημιουργήσουν ένα γεωπολιτικό τετελεσμένο, αλλά δεν κατάφεραν να την ενσωματώσουν γεωθρησκευτικά και γεωπολιτισμικά. Η Κωνσταντινούπολη για τον μουσουλμανικό κόσμο δεν έχει την ίδια πνευματική βαρύτητα με τη Μέκκα, τη Μεδίνα ή την Ιερουσαλήμ.

Η Κωνσταντινούπολη, η Ρώμη (το Βατικανό) και στο ποσοστό που της αντιστοιχεί η Ιερουσαλήμ, εξακολουθούν να παραμένουν πόλεις με ιδιαίτερο πνευματικό βάρος για τον Χριστιανισμό και τα διάφορα ρεύματά του. Και όσο οι θρησκείες θα εξακολουθούν να διαμορφώνουν σε μεγάλο μέρος, τις παγκόσμιες ισορροπίες, αυτή η πραγματικότητα δεν πρόκειται να αλλάξει.

Τα δεδομένα αυτά, θέλησε να αλλάξει το τωρινό καθεστώς στην Τουρκία. Ο Ταγίπ Ερντογάν, με τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, θέλησε να ξεκινήσει μια διαδικασία που θα μετέτρεπε την Κωνσταντινούπολη σε πόλη με ειδικό θρησκευτικό βάρος για τον σουνιτικό κόσμο. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος θα πρέπει να ενσωματωθεί γεωπολιτισμικά και γεωθρησκευτικά η Κωνσταντινούπολη στο νέο σχέδιο.

Και αυτό δεν πρόκειται να γίνει.

Γράφει ο Bαγγέλης  Χωραφάς, Διευθυντής του GEOEUROPE

amarysia.gr 

Σάββατο 29 Μαΐου 2021

Τεράστια η προσφορά του Βυζαντίου στην Ευρώπη!

Μπροστά σε ένα τόσο σημαντικό ιστορικό γεγονός, που άλλαξε τον ρουν της Παγκόσμιας Ιστορίας, δεν προσφέρει τίποτε η θρηνολογία και η απλή μνημόνευση των γεγονότων. Εκείνο που βαρύνει στην περίπτωση αυτή είναι να ιδούμε σε βάθος κάποια πράγματα. Να ιδούμε τι πρόσφερε το Βυζάντιο στην Ευρώπη. Επιγραμματικά δίνει απάντηση στο θέμα αυτό ο Άγγλος ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν: «Στις 29 Μαΐου 1453, ένας πολιτισμός σαρώθηκε αμετάκλητα. Είχε αφήσει μια ένδοξη κληρονομιά στα γράμματα και στην Τέχνη. Είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από την βαρβαρότητα και είχε δώσει σε άλλες την εκλέπτυνση των ηθών. Η δύναμή του και η ευφυΐα του προστάτεψαν πολλούς αιώνες την Χριστιανοσύνη. Για 11 αιώνες η Κωνσταντινούπολις ήταν το κέντρο ενός κόσμου φωτός».
Ας ιδούμε κάπως αναλυτικότερα τι πρόσφερε το Βυζάντιο στην Ευρώπη: Πρώτο την διάσωση της ελληνικής γλώσσας μαζί με την διάδοση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Το «Ελληνικό κατόρθωμα», όπως ονομάστηκε, ήταν η επικράτηση της Ελληνικής γλώσσας. Απαλλαγμένη τώρα από τις διαλεκτικές και τοπικιστικές τάσεις, πρόσφερε στον κόσμο ένα πλήρες και λεπτό όργανο επικοινωνίας και έγινε φορέας ιδεών και παράγων συνθέσεως ετερογενών στοιχείων.

Το Βυζάντιο, «το εκχριστιανισθέν Ρωμαϊκόν Κράτος του Ελληνικού Έθνους», όπως το ονόμασε ο Χάιζενμπεργκ, είναι η δεύτερη πηγή πνευματικού και πολιτιστικού ανεφοδιασμού της Ευρώπης. Η Ρώμη είχε μείνει πνευματικά άφωνη. Και τότε, το Χριστιανικό Βυζάντιο υψώνει τη δική του φωνή, μια φωνή ισχυρή, διαπεραστική και συγχρόνως μελωδική (Βυζαντινή Μουσική). Το Ανατολικό Ορθόδοξο Βυζάντιο ξεχύθηκε με αλκή και ορμή να κατακτήσει πολιτιστικά τον κόσμο και να αντικαταστήσει την Ρώμη στον ηγετικό της ρόλο.


Οι ποιητές και οι ιστορικοί, οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες, τα αριστουργήματα τέχνης της αρχαίας Ελλάδας, στη Βασιλεύουσα, «τον προμαχώνα του πολιτισμού», βρήκαν άσυλο. Αν το Βυζάντιο δεν έσωζε την Ελληνολατινική Κληρονομιά, τι θα απέμενε σήμερα στην Ευρώπη; Η Πόλη υπήρξε ο ιερός φύλακας του παλαιού θησαυρού, αυτή και το μεγάλο κέντρο της εκπολιτιστικής δημιουργίας, που εμψύχωσε την κληρονομιά της αρχαιότητας με τη νέα πνοή του Χριστιανισμού και έδωσε νέα πνοή και δύναμη στον πολιτισμό (ΚΓ’ Παιδαγωγικό Συνέδριο).


Δεν ήταν απλός θεματοφύλακας το Βυζάντιο, αλλά ήταν και διαμορφωτής και δημιουργός. Ήταν ο κυριότερος εκπολιτιστικός παράγων της ανθρωπότητας επί χίλια και πλέον χρόνια. Οι Βυζαντινοί Ιεραπόστολοι με απίστευτο ηρωισμό και αυταπάρνηση εξορμούσαν από τις ερήμους της Σιβηρίας μέχρι τις ερήμους της Αιθιοπίας και εξημέρωναν τους λαούς με το φως του Ευαγγελίου. Σε Ανατολή και Δύση ακτινοβόλησε το Βυζάντιο. Από την Ιρλανδία μέχρι την Κίνα βρίσκουμε επιδράσεις της Βυζαντινής τέχνης, των Σλαβικών δε λαών δημιούργησε τη γλώσσα και τη φιλολογία.


Την ώρα που οι Ευρωπαίοι ζούσαν ημιβάρβαρο βίο μέσα σε παχυλή αμάθεια και σκοτεινή δεισιδαιμονία, στη Βασιλεύουσα και στις Ελληνικές Πόλεις της Ανατολής, η ζωή κυλούσε μέσα στις λεπτότερες καλλιτεχνικές απολαύσεις και στις υψηλότερες πνευματικές πτήσεις. Ενώ οι μεγάλες σημερινές Ευρωπαϊκές Πρωτεύουσες είτε δεν υπήρχαν καθόλου, όπως το Βερολίνο, είτε ήταν ελεϊνά χωριά, όπως το Παρίσι και το Λονδίνο, η Κωνσταντινούπολη ήταν «η αληθινή Ευρωπαϊκή μεγαλούπολη», που μέσα στα τείχη της περιέκλειε περισσότερα βιβλία και αριστουργήματα τέχνης, από όσα ολόκληρη η άλλη οικουμένη. Πρόσφερε τη Βυζαντινή Φιλοσοφία, τη Θεολογία, την Ποίηση, τη Μουσική, τη Ζωγραφική και την Αρχιτεκτονική.
Η εκκλησιαστική ποίηση και υμνογραφία με τρόπο πηγαίο «και διά στίχων ευμνημονεύτων θαυμαστής συντομίας και σαφηνείας», όπως γράφει ο Καθηγητής Ευάγ. Θεοδώρου, προσφέρει δόγμα και τέχνη, θεολογία και αναγωγή νου και καρδιάς. Αυτή η Βυζαντινή μουσική, η τόσο πλούσια και πλατειά, η τόσο πρωτότυπη και βαθειά, η τόσο γόνιμη και ελκυστική, γοητευτική και ουσιαστική, είναι μια πρωτότυπη δημιουργία του Βυζαντίου, αλλά και ένα άνοιγμα δρόμου προσφοράς στην Ευρώπη και τον πολιτισμό.

 
Επίσης η Βυζαντινή Τέχνη, Ζωγραφική και Αρχιτεκτονική, είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά και πρωτότυπα δημιουργήματα του Βυζαντινού πολιτισμού, ίσως η πιο γόνιμη και λαμπρή προσφορά στην ανθρωπότητα. Η μεν Αρχιτεκτονική για τη μεγαλοπρέπεια της μορφής, η δε Ζωγραφική για το ύψος της εκφραστικής. Η Αρχιτεκτονική με τους τρούλους και τις κόγχες, τις αψίδες και τα λοφία, τους κίονες και τους πεσσούς, τα καμπαναριά και τις στοές, εσωτερικές και εξωτερικές, χαρακτηρίζει το Βυζάντιο.


Ο Χριστιανισμός και η Βυζαντινή τέχνη γενικά, κατά την έκφραση συγχρόνου Γάλλου Φιλοσόφου, δημιούργησε νέα ψυχή στον άνθρωπο, γνώρισε σ’ αυτόν τον κόσμο της εσωτερικότητας, πρόβαλε νέους, άγνωστους, ιδανικούς σκοπούς, ενεφύσησε νέο, υπερκόσμιο πνεύμα και εξευγένισε τις νοσταλγίες και τους πόθους.
Προσφορά πολύ μεγάλη του Βυζαντίου στην Ευρώπη είναι ο εκπολιτισμός και εκχριστιανισμός των Σλάβων, καθώς και η εθνική τους Αναγέννηση.


Τα ονόματα των Ελλήνων Ιεραποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου είναι ονόματα ιερά σε όλο το σλαβικό κόσμο, γιατί αυτοί τους εισήγαγαν στον κύκλο των ευρωπαϊκών και πολιτισμένων λαών, αυτοί δημιούργησαν την Εκκλησία τους, το αλφάβητο, τη φιλολογία, τη μουσική και την τέχνη τους.
Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων έργο του Χριστιανικού Βυζαντίου, είναι πολύ μεγάλη προσφορά στον πολιτισμό. Κάτω από την άμεση επίδραση του Βυζαντίου αναπτύχθηκε και μεγάλωσε και εκπολιτίστηκε η Ρωσία...


Ο Γάλλος ιστορικός Leroy Beaulieu γράφει: «Η Ρωσία κατέστη εν είδος αποικίας του Βυζαντίου. Οι Ρώσοι Μητροπολίται ήσαν Έλληνες. Οι Ηγεμόνες αυτής ενυμφεύοντο Ελληνίδας και επισκέπτοντο τον Βόσπορον. Τα πολυάριθμα σχολεία, τα οποία ίδρυσεν ο Βλαδίμηρος και ο Γιαροσλάβος, διευθύνοντο υπό Ελλήνων κατά το Βυζαντινόν πρότυπον...».
Η Ρωσία από το Βυζάντιο έμαθε να κτίζει σπίτια και εκκλησίες με πέτρα και τοιχοδομία και Έλληνες ζωγράφοι έκαναν τη διακόσμηση. Την Αγία Σοφία του Κιέβου το θαυμάσιο αυτό μνημείο, την έκτισαν οι Ρώσοι ηγεμόνες, για να έχουν και αυτοί στην πρωτεύουσά τους μια Αγία Σοφία.
Το 1472 ο Ιβάν ο Γ’ ο Μέγας νυμφεύθηκε την ανεψιά του Κων/τίνου Παλαιολόγου, τη Σοφία Παλαιολογίνα, όλοι οι Ρώσοι ενθουσιάστηκαν, γιατί νυμφεύονταν με την απόγονο που ανήκε «εις το αυτοκρατορικόν δένδρον, το οποίον εκάλυπτε άλλοτε διά της σκιάς αυτού ολόκληρον την Ορθόδοξον Χριστιανοσύνην». Αυτή η κόρη των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Ελλήνων είχε τεράστια επίδραση στον Ιβάν και σ’ αυτήν οφείλεται κατά μεγάλο μέρος η απόσειση του φοβερού ζυγού των Μογγόλων, που για αιώνες βάραινε τη Ρωσική φυλή.


Στην ιστορία γίνεται λόγος για την Αναγέννηση στη Δυτική Ευρώπη. Αλλά Αναγέννηση χωρίς την αρχαία Ελληνική Γραμματεία, μπορεί να εννοηθεί; Ο Όμηρος, οι Φιλόσοφοι, οι ρήτορες, οι τραγικοί ποιητές, οι ιστορικοί έκρυβαν όλα εκείνα τα στοιχεία που θα ανανέωναν και θα αναγεννούσαν την ψυχή του ανθρώπου. Μάλιστα δε, όταν γνωρίζουμε, ότι οι λαοί της Δυτικής Ευρώπης έζησαν πραγματικό σκοτεινό Μεσαίωνα.
Έρχεται και εδώ ο κόσμος της «Ελληνικής Αυτοκρατορίας των μέσων χρόνων» να προσφέρει στην Ευρώπη τον πνευματικό θησαυρό που κληρονόμησαν από τους προγόνους τους.
Το Βυζάντιο κατόρθωσε να διατηρήσει αλώβητη όλη την κληρονομιά της Ελληνικής Αρχαιότητας, ώστε να είναι ικανό να στείλει στη Δύση στην κατάλληλη στιγμή ένα Χρυσολωρά, ένα Τραπεζούντιο, ένα Γαζή, ένα Βησσαρίωνα, ένα Λάσκαρη, ανθρώπους που ετοίμασαν την Αναγέννηση.


Ο Μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας φρόντισε να αντιγραφούν ορθά και να διασωθούν έτσι πολλά έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Το παράδειγμά του βρήκε πολλούς μιμητές. Έτσι, στα περισσότερα μοναστήρια του Βυζαντίου υπήρχαν επιτελεία καλλιγράφων μοναχών, οι οποίοι συνεχώς αντέγραφαν αρχαία συγγράμματα σε παπύρους και περγαμηνές. Είναι τα περίφημα Σκριπτόρια (scripto = γράφω). Με αυτόν τον τρόπο δεν χάθηκε ο πνευματικός θησαυρός των αρχαίων προγόνων. Αν δεν υπήρχε Βυζάντιο στην Ανατολή, δεν θα υπήρχε Αναγέννηση στη Δύση. Η Δύση, όμως, αποδείχτηκε αχάριστη υποσκάπτοντας τα θεμέλια του Βυζαντίου, για να γίνει εύκολη λεία της εξ Ανατολής λαίλαπας.


Ο Στήβεν Ράνσιμαν γράφει: «Η Κωνσταντινούπολη έγινε η έδρα της θηριωδίας, της αμάθειας, της μεγαλόπρεπης ακαλαισθησίας. Μόνον στα ρωσικά παλάτια, που από πάνω τους φτερούγιζε ο δικέφαλος, το έμβλημα του οίκου των Παλαιολόγων, έμεινε για λίγους ακόμα αιώνες μερικά ίχνη βυζαντινά, μόνον εκεί και σε κάτι σκοτεινές αίθουσες κοντά στον Κεράτιο Κόλπο, χωμένες ανάμεσα στα σπίτια του Φαναρίου, όπου ο Πατριάρχης διατηρούσε την άσημη αυλή του, έχοντας το ελεύθερο, από την πολιτικότητα του κατακτητή σουλτάνου και χάρη στους μόχθους του Γεωργίου Γεννάδιου Σχολάριου, να κυβερνάει τον υπόδουλο χριστιανικό κόσμο και να του χαρίζει μια κάποια σιγουριά... Ο δικέφαλος αετός όμως δεν φτερουγίζει πια στη Ρωσία και το Φανάρι έχει βυθισθεί στην αβεβαιότητα και το φόβο. Τα  τελευταία λείψανα ψυχομαχούν ή είναι νεκρά. Όλα έγιναν όπως ακριβώς τα είχαν προείπει οι μάντεις του Βυζαντίου, οι προφήτες που μιλούσαν αδιάκοπα για την κακή μοίρα που ζύγωνε, για τις τελευταίες ημέρες της Πόλης. Οι κουρασμένοι Βυζαντινοί ήξεραν ότι το μαύρο ριζικό που τόσο συχνά είχαν φοβηθεί, κάποια μέρα σίγουρα θα τους έβρισκε...».

ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ 29 Μάιος 2015
(Με αφορμή την επέτειο Άλωσης της Κων/πολης)
Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

Η ιστορία της Αγια-Σοφιάς

Ο ναός αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και υπήρξε ο σημαντικότερος ναός της Ορθόδοξης εκκλησίας
Αγία Σοφία: Η ιστορία του Ναού - συμβόλου της Χριστιανοσύνης | tanea.gr 
Σπάνια ένα μνημείο προκαλεί δέος και συγκίνηση ανάλογη με αυτή που δημιουργείται όταν κάποιος αντικρίζει την Αγία Σοφία. Χτισμένη πάνω σε ένα μικρό ύψωμα, έτσι ώστε να είναι  το πρώτο κτίσμα που χτυπάει στα μάτια του επισκέπτη, καθώς εισέρχεται από την Προποντίδα, η Αγία Σοφία είναι ένα από τους μεγαλύτερους ναούς του κόσμου, ένα πραγματικό θαύμα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και ένα σύμβολο για όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς.

Βέβαια, λόγω της μακραίωνης ιστορίας της, ο ναός της Αγίας Σοφίας έχει ένα ακόμα μοναδικό χαρακτηριστικό: είναι ένα κτίριο που έχει υπάρξει τόπος λατρείας όχι μόνο για τους Ορθόδοξους, αλλά και τους Καθολικούς και τους Μουσουλμάνους. Το οικοδόμημα ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της τρουλαίας βασιλικής και συνδυάζει στοιχεία της πρώιμης βυζαντινής ναοδομίας, σε πολύ μεγάλη κλίμακα. Εκτός από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της, η Αγία Σοφία ξεχωρίζει επίσης για τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμό της.

Ο ναός αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και υπήρξε ο σημαντικότερος ναός της Ορθόδοξης εκκλησίας.

Για χίλια και πλέον χρόνια (537-1453), η Αγία Σοφία θα αποτελέσει το κέντρο της ορθοδοξίας και του ελληνισμού. Εκεί, ο λαός θα γιορτάσει τους θριάμβους, θα θρηνήσει τις συμφορές και θα αποθεώσει τους νέους αυτοκράτορες.

Οι πρώτοι δύο ναοί

Λίγοι γνωρίζουν ότι η Αγία Σοφία που υπάρχει σήμερα στην Κωνσταντινούπολη δεν είναι η πρώτη, αλλά η τρίτη μορφή του ναού.

Ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας, τύπου ξυλόστεγης βασιλικής, θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ. όταν μετέφερε την πρωτεύουσα της παραπαίουσας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη αργότερα). Η ανέγερση του ναού ολοκληρώθηκε από τον γιο του Κωνστάντιο και τα εγκαίνια έγιναν στις 15 Φεβρουαρίου 360.

Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αρκαδίου, το 404, ο πρώτος ναός πυρπολήθηκε από εξαγριωμένους υποστηρικτές του Ιωάννη του Χρυσόστομου, τον οποίο είχε εξορίσει η αυτοκράτειρα Ευδοξία. Η Αγία Σοφία ξανακτίσθηκε ως ξυλόστεγη βασιλική από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ και τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Ιανουαρίου 415 από τον πατριάρχη Αττικό. Όμως ο ναός θα πυρποληθεί εκ νέου, το 532, κατά τη Στάση του Νίκα.

Έτσι, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ αποφάσισε να κατασκευάσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική, για να δεσπόζει στη Βασιλεύουσα. Τα θεμέλια αυτού του μεγαλοπρεπή ναού τέθηκαν στις 23 Φεβρουαρίου 532, σαράντα ημέρες μετά την καταστολή της εξέγερσης, με σχέδια που εκπόνησαν ο Ανθέμιος Τραλλιανός (474-534) και ο Ισίδωρος ο Μιλήσιος (442-534).

Οι δυο έμπειροι μηχανικοί, αλλά και αρχιτέκτονες, μαθηματικοί και καλλιτέχνες, έδωσαν νέες λύσεις σε μέχρι τότε άλυτα αρχιτεκτονικά προβλήματα. Εφάρμοσαν το σύστημα θολοδομίας και δημιούργησαν ένα νέο τύπο εκκλησίας, την βασιλική με τρούλλο, ενώ η αντισεισμική προστασία του ναού, στην κατ’ εξοχήν σεισμογενή Κωνσταντινούπολη, θαυμάζεται ακόμη και σήμερα από τους ειδικούς. Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες, ενώ το κόστος κατασκευής του κυμάνθηκε από 80 έως 320 κεντηνάρια χρυσού (περίπου 2,5 δισ. ευρώ). Από κάθε σημείο της αυτοκρατορίας, έγινε προσφορές.Τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο. Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού.

Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, αναφώνησε: «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε Σολομών».

Ο ναός έχει μέγιστες διαστάσεις 77Χ72 μέτρα και ο εντυπωσιακός τρούλλος που κυριαρχεί σε όλη την σύνθεση, έχει διάμετρο 33 μέτρα και ύψος από το δάπεδο 62 μέτρα. Κανένας από τους δύο δημιουργούς της Αγίας Σοφίας δεν ευτύχησε να δει το έργο τελειωμένο, καθώς πέθαναν πριν από την ολοκλήρωσή της.

Η τελική μορφή του ναού

Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ αποφάσισε να κατασκευάσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική. Τα θεμέλια αυτού του μεγαλοπρεπή ναού θα μπουν στις 23 Φεβρουαρίου του 532, με σχέδια που εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες Ανθέμιος Τραλλιανός και Ισίδωρος ο Μιλήσιος.

Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες, ενώ ξοδεύτηκαν 320.000 λίρες (περίπου 120.000.000 ευρώ).

Από κάθε σημείο όπου υπήρχε Ελληνισμός, έγινε προσφορά: τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο. Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού.

Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα, αναφωνεί: «Δόξα τω Θεώ το καταξιωσάντι με τελέσαι τοιούτον έργον. Νενίκηκά σε Σολομών», δηλαδή «Δόξα τω Θεώ που με καταξίωσε να ολοκληρώσω τέτοιο έργο, σε νίκησα Σολομώντα».

Στο προαύλιο του ναού λέγεται πως υπήρχε κρήνη, στην οποία ανεγράφετο η καρκινική φράση «ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ» (νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν, δηλ. ξέπλυνε τις αμαρτίες σου και όχι μόνο το πρόσωπό σου). Η φράση αυτή, αν αναγνωσθεί ανάποδα (από δεξιά προς τα αριστερά) αποδίδει τις ίδιες λέξεις και επομένως και το αυτό νόημα.

Την εποχή του Ιουστινιανού, η Αγία Σοφία είχε χίλιους κληρικούς.

Η κατασκευή του τελικού ναού της Αγίας Σοφίας σε πάπυρο του 14ου αιώνα.

Είχε γίνει και Ρωμαιοκαθολικός ναός

Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών και συγκεκριμένα κατά την περίοδο 1204-1261 ο ναός έγινε Ρωμαιοκαθολικός.

Μάλιστα, κατά την διάρκεια της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (το 1204), η Αγία Σοφία υπέστη τεράστιες ζημιές.

Μετατράπηκε σε τζαμί μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης

Μετά την επανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς το 1262, η Αγία Σοφία ήταν σε πολύ κακή κατάσταση.

Εργασίες συντήρησης έγιναν το 1317 και ακόμα πιο εκτενώς από το 1346 έως το 1354, που η εκκλησία ήταν κλειστή για το κοινό, καθώς πολλά σημεία της οροφής είχαν καταρρεύσει και ο ναός είχε υποστεί ζημιές από τον σεισμό του 1344.

Η τελευταία λειτουργία τελέστηκε στις 29 Μαΐου του 1453. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ’ Δραγάτης, αφού προσευχήθηκε μαζί με το λαό και ζήτησε συγνώμη για λάθη που πιθανόν έκανε, έφυγε για τα τείχη, όπου έπεσε μαχόμενος.

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος.

Απεικόνιση της Αγίας Σοφίας το 1559, μόλις έναν αιώνα μετά την άλωση του 1453.

 Κατά την περίοδο την Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγιναν στο ναό σημαντικές καταστροφές στις τοιχογραφίες του ναού (ασβεστώθηκαν), αφού η απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος θεωρείται βλασφημία για το Ισλάμ. Ο ναός με την σπουδαία αρχιτεκτονική του αποτέλεσε πρότυπο για την κατασκευή και άλλων τεμενών, όπως το Μπλε Τζαμί.

Η σύγχρονη ιστορία: Από τζαμί σε μουσείο και πάλι… τζαμί

To 1934 o Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού της Τουρκίας, μετέτρεψε το τέμενος σε μουσείο.

Σήμερα ο ναός εξακολουθεί να είναι μουσείο, ενώ πραγματοποιούνται σε αυτόν πολιτιστικές εκδηλώσεις, αλλά και εκδηλώσεις που θεωρούνται από ορισμένους ότι δεν αρμόζουν στο χώρο, όπως επιδείξεις μόδας.

Παράλληλα, γίνονται προσπάθειες για τη διάσωση των ψηφιδωτών του ναού.

Την Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020, το Συμβούλιο της Επικρατείας της Τουρκίας αποφάσισε ότι η μετατροπή της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης σε μουσείο το 1934 ήταν παράνομη.

Απεικόνιση της Αγίας Σοφίας το 1559, μόλις έναν αιώνα μετά την άλωση του 1453

Ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας, τύπου ξυλόστεγης βασιλικής, θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ. όταν μετέφερε την πρωτεύουσα της παραπαίουσας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη αργότερα). Η ανέγερση του ναού ολοκληρώθηκε από τον γιο του Κωνστάντιο και τα εγκαίνια έγιναν στις 15 Φεβρουαρίου 360.

Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αρκαδίου, το 404, ο πρώτος ναός πυρπολήθηκε από εξαγριωμένους υποστηρικτές του Ιωάννη του Χρυσόστομου, τον οποίο είχε εξορίσει η αυτοκράτειρα Ευδοξία. Η Αγία Σοφία ξανακτίσθηκε ως ξυλόστεγη βασιλική από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ και τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Ιανουαρίου 415 από τον πατριάρχη Αττικό. Όμως ο ναός θα πυρποληθεί εκ νέου, το 532, κατά τη Στάση του Νίκα.

Έτσι, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ αποφάσισε να κατασκευάσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική, για να δεσπόζει στη Βασιλεύουσα. Τα θεμέλια αυτού του μεγαλοπρεπή ναού τέθηκαν στις 23 Φεβρουαρίου 532, σαράντα ημέρες μετά την καταστολή της εξέγερσης, με σχέδια που εκπόνησαν ο Ανθέμιος Τραλλιανός (474-534) και ο Ισίδωρος ο Μιλήσιος (442-534).

Οι δυο έμπειροι μηχανικοί, αλλά και αρχιτέκτονες, μαθηματικοί και καλλιτέχνες, έδωσαν νέες λύσεις σε μέχρι τότε άλυτα αρχιτεκτονικά προβλήματα. Εφάρμοσαν το σύστημα θολοδομίας και δημιούργησαν ένα νέο τύπο εκκλησίας, την βασιλική με τρούλλο, ενώ η αντισεισμική προστασία του ναού, στην κατ’ εξοχήν σεισμογενή Κωνσταντινούπολη, θαυμάζεται ακόμη και σήμερα από τους ειδικούς.

 

Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες, ενώ το κόστος κατασκευής του κυμάνθηκε από 80 έως 320 κεντηνάρια χρυσού (περίπου 2,5 δισ. ευρώ). Από κάθε σημείο της αυτοκρατορίας, έγινε προσφορές.Τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο. Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού.

Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, αναφώνησε: «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε Σολομών».

Ο ναός έχει μέγιστες διαστάσεις 77Χ72 μέτρα και ο εντυπωσιακός τρούλλος που κυριαρχεί σε όλη την σύνθεση, έχει διάμετρο 33 μέτρα και ύψος από το δάπεδο 62 μέτρα. Κανένας από τους δύο δημιουργούς της Αγίας Σοφίας δεν ευτύχησε να δει το έργο τελειωμένο, καθώς πέθαναν πριν από την ολοκλήρωσή της.

Για χίλια περίπου χρόνια (537-1453), η Αγία Σοφία ήταν το κέντρο της πολιτικής, εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εκεί, ο λαός θα γιορτάσει τους θριάμβους, θα θρηνήσει τις συμφορές και θα αποθεώσει τους νέους αυτοκράτορες. Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στην Σοφία του Θεού, αλλά για τους Βυζαντινούς ήταν περισσότερο ταυτισμένη με την Παναγία. Το 626 , όταν η Κωνσταντινούπολη σώθηκε από την πολιορκία Αβάρων και Περσών, εψάλη εκεί για πρώτη φορά εκεί ο Ακάθιστος Ύμνος. Το 860, όταν την Κωνσταντινούπολη πολιόρκησαν οι Ρως (Ρώσοι), ο πατριάρχης Φώτιος πήρε το πέπλο της Θεοτόκου, που φυλασσόταν στην Αγία Σοφία και το εμβάπτισε στην θάλασσα. Τότε προκλήθηκε μεγάλη θαλασσοταραχή που κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, σύμφωνα με την παράδοση.

Την εποχή της Εικονομαχίας (726-843) απομακρύνθηκαν από την Αγία Σοφία οι εικόνες και κάθε είδους αναπαράσταση των θείων και αγίων προσώπων. Επί πατριαρχίας του εικονομάχου πατριάρχη Νικήτα Α (766-780) μόνο ο σταυρός εξέφραζε την ταύτιση της Αγίας Σοφίας με την χριστιανική θρησκεία.

 

Στις 16 Ιουλίου 1054 μέσα στην Αγία Σοφία εκτυλίχθηκε ένα από τα σοβαρότερα επεισόδια του εκκλησιαστικού Σχίσματος, όταν ο απεσταλμένος του Πάπα καρδινάλιος Ουμβέρτος επέθεσε επιδεικτικά τη Βούλα Αφορισμού του πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου στην Αγία Τράπεζα, πριν από την έναρξη της Θείας Λειτουργίας. Κατά την διάρκεια της Λατινοκρατίας (1204-1261), η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και έδρα του Λατίνου Πατριάρχη.

Η τελευταία λειτουργία τελέστηκε στις 29 Μαΐου 1453. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, αφού προσευχήθηκε μαζί με το λαό και ζήτησε συγγνώμη για τα λάθη του, έφυγε για τα τείχη, όπου έπεσε μαχόμενος.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Αγία Σοφία έγινε μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί) από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την ίδρυση του σύγχρονου Τουρκικού Κράτους από τον Κεμάλ Ατατούρκ, μετατράπηκε σε μουσείο με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου στις 24 Νοεμβρίου 1934.

Η Αγία Σοφία ως μουσείο άνοιξε τις πύλες της την 1η Φεβρουαρίου 1935 και στις 6 Δεκεμβρίου 1985, ανακηρύχθηκε από την UNESCO, Μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Στις 10 Ιουλίου 2020, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπέγραψε διάταγμα, με το οποίο η Αγία Σοφία μετατρέπεται και πάλι σε τζαμί, το οποίο θα είναι ανοιχτό σε όλους τους μουσουλμάνους, τους χριστιανούς και τους ξένους, όπως δήλωσε. Το «πράσινο φως» είχε δώσει νωρίτερα με απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Τουρκίας, ακυρώνοντας το προεδρικό διάταγμα του Κεμάλ Ατατούρκ. Η Αγία Σοφία ως τζαμί ανοίγει σήμερα τις πύλες της. 

TANEA Team

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Δέκα ιστορικά βιβλία για το Βυζάντιο

Ένα από τα βιβλία-σταθμός στην ιστορία της βυζαντινολογίας είναι ο «Βυζαντινός πολιτισμός» (Εκδόσεις Μεταίχμιο, μτφρ. Ανδρέας Παππάς) του Άγγλου ιστορικού Στίβεν Ράνσιμαν , ένα πλήρες και συνοπτικό πανόραμα της ιστορίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από την ίδρυσή της, τον 4ο αιώνα, έως την άλωση το 1453. Στον Ράνσιμαν οφείλει η ανθρωπότητα ένα μεγάλο μέρος της γνώσης πάνω στο Βυζάντιο, καθώς μέχρι τις δικές του μελέτες η ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αντιμετωπιζόταν ως υποδεέστερο κομμάτι της ιστορίας. Στο έργο αυτό που εκδόθηκε το 1933 παρουσιάζει την ιστορία του Βυζαντίου μέσα από όλες τις εκφάνσεις της ζωής, την εξουσία, τη θρησκεία, την εκπαίδευση, την καθημερινότητα με αναφορά στο πριν και στο μετά της αυτοκρατορίας, γιατί σύμφωνα με τον ιστορικό: «Κάθε ιστορική περίοδος εξαρτάται από αυτά που συνέβησαν πριν από αυτήν και η σημασία της εξαρτάται από τα γεγονότα που έπονται. Η ιστορία δεν είναι μια σειρά από λιμνούλες με στάσιμα νερά. Είναι ποταμός που κυλά»

Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός σε ψηφιδωτό
του ναού του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα

Η «Ιστορία του βυζαντινού κράτους» (Εκδόσεις Πατάκη, μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος) του Γκέοργκ Οστρογκόρσκι , η μελέτη η οποία σχεδόν αμέσως μετά την πρώτη έκδοσή της το 1940 αναγνωρίστηκε ως βασικό εργαλείο για την κατανόηση της βυζαντινής ιστορίας, έχει επηρεάσει όσο καμία άλλη τη διεθνή έρευνα για την ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Ρώσος ιστορικός δίνει έμφαση στην πολιτική ιστορία και προβάλλει τους δεσμούς του Βυζαντίου με την κλασική αρχαιότητα, καθώς και τη σχέση της βυζαντινής ιστορίας με τους γειτονικούς πολιτισμούς της Ευρώπης και της Ασίας. 

Στο κλασικό έργο του «Η βυζαντινή χιλιετία» (Εκδόσεις ΜΙΕΤ, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ) ο Γερμανός ιστορικός Χανς Γκέοργκ Μπεκ περιγράφει τη ζωή του μέσου ανθρώπου στο Βυζάντιο, ο οποίος ήταν πολύ πιο εγκόσμιος απ’ όσο έχει καταγραφεί στη συλλογική συνείδηση. Ο βυζαντινός άνθρωπος σύμφωνα με τον Μπεκ αγαπούσε πολύ τους λεπτούς τρόπους, το χιούμορ και την καλλιέπεια και δεν έδινε τόση σημασία στη μεταφυσική όσο συνηθίζουμε να πιστεύουμε σήμερα. 

Ο Άγγλος βυζαντινολόγος Σίριλ Μάνγκο , στο εμβληματικό έργο του «Βυζάντιο: Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης» (Εκδόσεις ΜΙΕΤ, μτφρ. Δημήτρης Τσουγκαράκης) εξετάζει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από την ίδρυσή της, το 324 έως το 1453 με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς. Παρουσιάζει τη βυζαντινή πραγματικότητα από την οπτική του μέσου υπηκόου της αυτοκρατορίας, καλύπτοντας τομείς όπως οι λαοί, οι γλώσσες, η κοινωνία και η οικονομία, οι αιρετικοί, ο μοναχισμός,  η εκπαίδευση κ.λπ. Το έργο αποτελεί ένα πρώτης τάξεως εγχειρίδιο για τον αναγνώστη που επιθυμεί να αποκτήσει μια σφαιρική και ταυτόχρονα αξιόπιστη εικόνα του Βυζαντίου. 

Ψηφιδωτό από το Μέγα Παλάτιον που απεικονίζει σκηνή
από την καθημερινή ζωή των αρχών του 6ου αιώνα

Η Αγγλίδα ιστορικός Έιβεριλ Κάμερον στο βιβλίο της «Η αξία του Βυζαντίου» (Εκδόσεις Πατάκη, μτφρ. Πέτρος Γεωργίου) ασχολείται με το θέμα της ελληνικότητας του Βυζαντίου, τις σχέσεις της αυτοκρατορίας με την ορθοδοξία, τη βυζαντινή εικονογραφία. Αναλύει τους λόγους για τους οποίους το Βυζάντιο θα έπρεπε όχι μόνο να ενσωματωθεί αλλά και να αποτελέσει ένα σημαντικό μέρος της συζήτησης των ιστορικών πάνω στις σχέσεις Ανατολής – Δύσης. 

Ο Βρετανός ακαδημαϊκός Τζόναθαν Χάρις ο οποίος ειδικεύεται στο Βυζάντιο και πριν από λίγα χρόνια μας είχε δώσει το σπουδαίο –και εξαντλημένο εδώ και καιρό– «Το Βυζάντιο και οι Σταυροφορίες (Εκδόσεις Ωκεανίδα, μτφρ. Λεωνίδας Καρατζάς), στο βιβλίο του «Βυζάντιο – ένας άγνωστος κόσμος» (Εκδόσεις Μεταίχμιο, μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής) καταπιάνεται με τις ιστορικές φυσιογνωμίες, τις δυναστείες και τους τόπους που έπαιξαν ρόλο στην ιστορία της αυτοκρατορίας. Ο Χάρις μελετά την κοινωνική, την πολιτική, τη στρατιωτική, τη θρησκευτική και την καλλιτεχνική ζωή του Βυζαντίου, αναδεικνύοντας έναν πολιτισμό πλούσιο σε αντιθέσεις, που συνδυάζει την ορθοδοξία με τον παγανισμό και την κλασική ελληνική παιδεία με τη ρωμαϊκή ισχύ. 

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους σχετικούς τίτλους κατέχει το εμβληματικό σύγγραμμα «Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» (Εκδόσεις Ψυχογιός, μτφρ. Τούλα Δρακοπούλου) της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, η οποία διατρέχει την πολιτική σκέψη που διαμορφώθηκε σε διάφορες ιστορικές περιόδους, αναζητώντας την ελληνικότητα της αυτοκρατορίας  και αναδεικνύοντας το εθνικό πρόταγμα του Βυζαντίου. Σπουδαία είναι και η μελέτη της Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου στο τρίτομο έργο της «Βυζαντινή ιστορία» (Εκδόσεις Βάνιας), το οποίο καλύπτει το χρονικό φάσμα από τα πρώτα χρόνια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έως την άλωση της Πόλης το 1453. 

Σχεδιασμένος το 1422 από τον
Φλωρεντίνο χαρτογράφο Κριστόφορο Μπουοντελμόντι
είναι ο παλαιότερος χάρτης της Κωνσταντινούπολης
που σώζεται μέχρι σήμερα

Στο «Βυζάντιο και Βενετία» (Εκδόσεις Παπαδήμα, μτφρ. Αντωνία-Χριστίνα Μουτσοπούλου) ο Άγγλος βυζαντινολόγος Ντόναλντ Μ. Νίκολ εξετάζει τις διπλωματικές, πολιτισμικές και εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Κωνσταντινούπολης και της Βενετίας από την ίδρυση της γαληνότατης δημοκρατίας μέχρι την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο συγγραφέας εστιάζει στον τρόπο που επωφελήθηκαν οι Βενετοί από την Τέταρτη Σταυροφορία το 1204 και στην εξέλιξη της αποικιακής τους αυτοκρατορίας. 

Στον «Μυστρά» (Εκδόσεις Καρδαμίτσα, μτφρ. Πέι Κορρέ) ο Στίβεν Ράνσιμαν μελετά τη βυζαντινή πρωτεύουσα του Μοριά, που ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα μετά την κατάκτηση της χερσονήσου από τους Φράγκους. Ο Μυστράς λίγα χρόνια μετά τη δημιουργία του έγινε πρωτεύουσα της ελληνικής επαρχίας της Πελοποννήσου που αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη σημασία. Εξελίχτηκε σε σημαντικό κέντρο μάθησης και τεχνών και εστία της πολιτιστικής ανάπτυξης της Ευρώπης, έως το 1460 που καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς.

Έμυ Ντούρου, Documento