Pages

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Η «Δέησις», το ωραιότερο ψηφιδωτό της Αγια-Σοφιάς και οι Έλληνες!

Η «Δέησις» θεωρείται από τους ειδικούς, το ωραιότερο ψηφιδωτό της Αγια-Σοφιάς, που μετέτρεψε ο Ερντογάν σε τζαμί. Σε αυτό εικονίζονται ο Χριστός, η Παναγία και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Τα γράμματα στην εικόνα είναι πεντακάθαρα Ελληνικά (ΜΡ-ΘΥ, ΙC-ΧC, Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩ. Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ).
Η αγιογραφία φιλοτεχνήθηκε όταν έληξε ο Λατινοκρατία στην Κωνσταντινούπολη το 1261 και πραγματοποιήθηκε η επαναφορά της ορθόδοξης λατρείας. Η Λατινοκρατία κράτησε 57 χρόνια. Στις 15 Αυγούστου 1261 μπαίνει πεζή από τη Χρυσή Πύλη της Αγια-Σοφιάς ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, εστεμμένος αυτοκράτωρ. Η πόλη είχε πέσει από τους σταυροφόρους του Πάπα την Τρίτη 13 Απριλίου 1204. Οι εκπρόσωποι της Χριστιανικής Δύσης (τα ίδια τότε και τώρα) έκαναν τέτοιες καταστροφές που δεν έκαναν σε πολιορκίες τους βάρβαροι Σλάβοι, Βούλγαροι, Πέρσες, Άβαρες… Τρείς μέρες και νύχτες κατέστρεφαν, έκαιγαν, λεηλατούσαν, βίαζαν γυναίκες, έσφαζαν αμάχους και ενόπλους, γυναίκες και παιδιά, ιερείς και λαϊκούς. Κατάκλεψαν εκκλησίες και την Αγια-Σοφιά την οποία απογύμνωσαν από καθετί χρυσό, ασημένιο ή στολισμένο με πολύτιμους λίθους. Σκόρπισαν ιερά λείψανα, καταπάτησαν εικόνες. Την Αγία Τράπεζα τη διέλυσαν με τσεκούρια όπως και τον Ιερό Άμβωνα. Χιλιάδες βιβλία, χειρόγραφα, κειμήλια και σκεύη πετάχθηκαν στα σκουπίδια ή κάηκαν ή πουλήθηκαν ή μεταφέρθηκαν στις Παπικές βιβλιοθήκες καθώς και έργα τέχνης όπως τα άλογα της Πόλης που κοσμούν την είσοδο της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. Το Υπουργείο Πολιτισμού μας και οι «πολιτισμένοι» καθηγητάδες Πανεπιστημίων δεν κάνουν λόγο γι’ αυτά. Σε εκκλησίες της Δύσης ξενιτεμένα από τον τόπο τους όπως πολλά αρχαία αγάλματα και το «Ιερό Μανδήλιο», τεμάχια του Τίμιου Σταυρού, μέρη από το ακάνθινο στεφάνι και άγια ιερά λείψανα αγίων… Και όλα αυτά και πολλά άλλα, 249 χρόνια από την άλωση της Πόλης με την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την Τρίτη 29 Μάΐου 1453… Και 617 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 που για 400 χρόνια οι Τούρκοι σκλάβωσαν τον Έλληνα… Σήμερα, 200 χρόνια μετά, ο σημερινός Έλληνας καλείται να ξαναθυμηθεί και να απευθύνει μια «νέα Δέηση» στον Χριστό... Και ίσως να ξανασκεφτεί μια «νέα Φιλική Εταιρία» αφού όλα περίπου μοιάζουν σε κάποια σημεία… Άλλωστε πολλά κατέθεσαν Έλληνες ασφαλιστές της Οδησσού για την Φιλική εταιρία και τον ξεσηκωμό του ’21.

Δέησις είναι λέξη που βγαίνει από το ρήμα δέω = δένω, δηλαδή είμαι δεμένος, προσκεκολλημένος σε ότι μου χρειάζεται, δέομαι = έχω ανάγκη, στερούμαι κάτι και το ζητώ δια της δεήσεως, ζητώ τα αναγκαία, αυτά που μου λείπουν, έχω έλλειψη, στερούμαι. Πολλές λέξεις και έννοιες γύρω από το ρήμα δέω υπάρχουν και στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια του Ομήρου ως τις μέρες μας υπογραμμίζοντας την συνέχεια της ελληνικής φυλής που δίπλα στην λέξη δέηση έχει και τη λέξη ικεσία. Ικεσία = από το ρήμα ίκω, φθάνω ικέτης για να πω ευχές, και τη λέξη παράκλησις από το παρα-καλώ κάποιον να μου δώσει βοήθεια, και τη λιτή από το ρήμα λίσσομαι ή λίττομαι που σημαίνει ικετεύω επίμονα, λιτή = ικεσία = λιτανεία. Η «Δέηση» στην Αγια-Σοφιά ας είναι μήνυμα ελπίδος για τον σεβασμό προς τα Ιερά και Όσια κάθε φορά που καταπατώνται από οποιονδήποτε Εχθρό εξωτερικό ή και εσωτερικό (τι δέηση να κάνουν οι άθεοι;). Η Παναγία για χρόνια ακούει το «σώπα, κυρία Δέσποινα, μην κλαίεις, μη δακρύζεις· Πάλε με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά σου είναι» (Fauriel-Paris 1825). Ο Ναός Αγιάς Σοφιάς, κατοικητήριον του Θεού από το ρήμα Ναίω = κατοικώ, λέξη Ελληνική και αυτή, αυτή την εποχή υφίσταται τραυματισμό και λεηλασία και ως μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς αλλά και ως σημείο κοινής αναφοράς των Ελλήνων και του Χριστιανικού κόσμου. «Η Αγια-Σοφιά είναι το αίμα μας, κάποτε θα είναι ξανά δική μας» έγραψε ο Ίων Δραγούμης και τα λόγια φέρνουν ρίγη συγκίνησης και ταραχή στο νου μας που μας καλεί να θρηνήσουμε τραγουδώντας το ελληνικό δημοτικό τραγούδι «Της Αγια- Σοφιάς», τον Πατριάρχη της οποίας Γρηγόριο Ε’ κρέμασαν οι Τούρκοι από τον μεγάλο ξεσηκωμό του γένους και έθαψαν στην Οδησσό πλήθος κόσμου και πολλοί σημαντικοί ασφαλιστές.

ΤΡΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ-ΣΟΦΙΑ (1453)
Στη συνέχεια παραθέτουμε ένα κείμενο του Γεώργιου Α. Μέγα, που δημοσιεύθηκε στο βιβλίο Ελληνικά δημοτικά τραγούδια (Εκλογή), τομ. Α', Ακαδημία Αθηνών, εν Αθήναις 1962:
Μεταξύ των ιστορικών τραγουδιών του λαού μας εξέχουσαν θέσιν κατέχει το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς. Και είναι τόυτο ευνόητον. Κανένα άλλο γεγονός της εθνικής μας ιστορίας δεν συνεκλόνσε τόσον καθολικά την εθνικήν ψυχήν, όσον η πτώσις της Πόλεως και η απώλεια της Μεγάλης Εκκλησίας, που εσήμαινε την απώλειαν αυτήν της ελευθερίας και ανεξαρτησίας του γένους. Δι’ αυτό ο θρήνος δια το πάρσιμο της Πόλης και της Αγιά Σοφιάς υπήρξε γενικός, πανελλήνιος.

Αλλά και ως τραγούδι ο θρήνος αυτός είναι από τα καλύτερα, τα λυρικώτερα δημιουργήματα της λαϊκής Μούσης. Δεν επιχειρεί εδώ ο δημοτικός ποιητής να ιστορήση, να εκθέση τα γεγονότα, αλλά υψώνεται επάνω από τα οιαδήποτε περιστατικά, δια να δώση έκφρασιν εις το πάθος, την συγκίνησιν της ψυχής που προκαλεί η μεγάλη καταστροφή.

Αυτή η αναγγελία του γεγονότος απηχεί εις το πρώτον εκ των παρατιθεμένων ασμάτων ως κραυγή σπαρακτική απογνώσεως. Η φωνή κατόπιν από τον ουρανόν, τα δάκρυα εις την εικόνα της Παναγίας, και τα δύο στοιχεία ζωντανά θρησκευτικής πίστεως και ποιήσεως, είναι το πρώτον φωνή μιας αδυσωπήτου μοίρας, το δεύτερον έκφρασις τελειωμένη της θλίψεως δια την απόφανσιν αυτήν της μοίρας. Και ενώ βαθεία εκδηλώνεται η συνείδησις της συμφοράς, που έρχεται να πλήξη το έθνος ολόκληρον, η εθνική ψυχή δεν αφήνεται εις την αποθάρρυνσιν και παρήγορος λάμπει ευθύς η ελπίς δια την ανόρθωσιν, την ανάκτησιν της εθνικής κληρονομίας· είναι η ελπίς του δουλωθέντος έθνους και η πεποίθησις που ερριζώθη ευθύς μετά την άλωσιν εις τον ελληνικόν λαόν, η ιδία εκείνη ελπίς, η οποία υπ’ άλλην μορφήν απεκορυφώθη εις την παράδοσιν δια τον Μαρμαρωμένο βασιλιά.

Το δεύτερον άσμα, το οποίον μετά τον στ. 7 συμφύρεται με τον πρώτον, εκφράζει εις τους περιφήμους δύο πρώτους στίχους όλην την μεγαλοπρέπειαν της Μεγάλης Εκκλησίας. «Εκεί μέσα ακούμε βαθειά ν’ αντηχάη το σήμασμα της Αγιάς Σοφιάς και να μπαίνη στην ίδια σειρά με τη δοξολογία του ουρανού και γενικά όλης της χτίσης… Ο μεγάλος αριθμός από σήμαντρα, από καμπάνες, από παπάδες και διάκους, που αναφέρουν οι κατοπινοί στίχοι είναι η συνέχεια στην έκφραση της μεγαλοπρέπειας. Με τον στ. «ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης» τελειώνει η περιγραφή της εκκλησίας… κι’ ύστερα αρχίζει η γνωστή παράδοση για το σταμάτημα της λειτουργίας κτλ.»
Το τρίτον άσμα διεσώθη ως προοίμιον εις θρήνον περιεχόμενον εν χειρογράφω της Εθν. Βιβλιοθήκης των Παρισίων του ΙΕ’ αιώνος, και επιγραφόμενον «Ανακάλημα της Κωνσταντινουπόλις», ως φαίνεται δ’ εκ τινών ενδείξεων είναι κρητικής προελεύσεως.

Α’
Πήραν την Πόλη, πήραν την! πήραν τη Σαλονίκην!
πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
που είχε τριακόσια σήμαντρα, κ’ εξήντα δυο καμπάνες·
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Σιμά να ‘βγουν τα άγια, κι ο βασιλιάς του κόσμου,
φωνή τους ήρθ’ εξ ουρανού, αγγέλων απ’ το στόμα·
«Αφητ΄ αυτήν την ψαλμουδιά, να χαμηλώσουν τ’ άγια,
και στείλτε λόγο στην Φραγκιά, να έρθουν να τα πιάσουν,
να πάρουν το χρυσό σταυρό, και τ’ άγιο ευαγγέλιο,
και την αγία τράπεζα, να μην την αμολύνουν».
Σαν τ’ άκουσεν η Δέσποινα, δακρύζουν οι εικόνες·
«Σώπα, κυριά Δέσποινα, μην κλαίης, μη δακρύζης·
πάλε με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά σου είναι».
C. Fauriel, Chants populaires de la Grece modern, tome II, Paris 1825, σ.340

Β’
Σημαίν' ο Θιος, σημαίν' η γη, σημαίνουν τα ‘πουράνια,
σημαίνει κ' η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα, μ’ εξήντα δυο καμπάνες,
πώχει τριακόσιες καλογριές και χίλιους καλογέρους.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης.
Φωνή τους ήρτ' από το Θιό κι' άπ' την αγγέλου κρίση.
«Πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια.
Πήραν την Πόλη, πήρανε, πήραν τη Σαλονίκη,
πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι·
Πήραν παιδιά ‘π' το δάσκαλο, κοράσι' απ΄ το γκεργκέφι,
Πήραν μανάδες με παιδιά, κυράδες με τους άντρες.»
Arn. Passow, Τραγούδια ρωμαίικα, Lipsiae, σ.146, αρ. 195, (Συλλογή Ulrich)

Γ’
Kαράβιν εκατέβαινε ς’ τα μέρη της Tενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
― «Kαράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;»
― «Έρκομαι εκ τα’ ανάθεμα κ’ εκ το βαρύν το σκότος,
εκ την αστραποχάλαζην, εκ την ανεμοζάλην·
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν δε βαστώ, αμμέ μαντάτα φέρνω,
κακά διά τους Χριστιανούς, πικρά και δολωμένα».
Em. Legrand, Collection de monuments… No 5, n.s. Athenes 1975, σ. 93. Πρβλ. Εμμ. Κριαρά, Το ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης, κριτική λέκδοση (Θεσσαλονίκη) 1956, σ. 29, στ. 6-13

nextdeal.gr