Pages

Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

Εάλω η Πόλις;

Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στις 29 Μαΐου 1453. Αυτή η πτώση άλλαξε την ιστορία και τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς της περιοχής για τους επόμενους αιώνες.

Για περισσότερα από χίλια χρόνια η Κωνσταντινούπολη ήταν η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και εκτός από το όνομά της ήταν γνωστή και ως Νέα Ρώμη, Δεύτερη Ρώμη, Βασιλεύουσα κλπ.

Με το πέρασμα των χρόνων, η Κωνσταντινούπολη μετατράπηκε σε ιερή πρωτεύουσα. Η Κωνσταντινούπολη ως η «Άλλη Ρώμη» εμπλούτισε την ταυτότητά της μέσα από την αντίθεση με την αρχαία, αυτοκρατορική και παγανιστική Ρώμη. Αυτή η αποσύνδεση της Κωνσταντινούπολης από τη Ρώμη, συνοδεύτηκε με τη σταδιακή σύνδεση της Κωνσταντινούπολης με την Ιερουσαλήμ.

Η Κωνσταντινούπολη συνδέθηκε με την Επουράνια Ιερουσαλήμ πνευματικά και φυσικά, καθώς οι Βυζαντινοί μετέφεραν στην πόλη τα περισσότερα ιερά λείψανα από την Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, ο Μέγας Κωνσταντίνος μέσα από τις παρεμβάσεις του τον 4ο αιώνα που οδήγησαν στην ονομασία της περιοχής ως Άγιοι Τόποι, διαμόρφωσε μια νέα δυναμική πραγματικότητα στην Παλαιστίνη. Η Νέα Ιερουσαλήμ που διαμόρφωσε, δεν θα μπορούσε να έχει τίποτα κοινό, σε επίπεδο θρησκευτικό, πολιτισμικό και πολεοδομικό, με την ιουδαϊκή Ιερουσαλήμ των βασιλέων Δαβίδ και Σολομώντα και την εθνική Αιλία Καπιτωλίνα του αυτοκράτορα Αδριανού. Αργότερα και η ίδια η Κωνσταντινούπολη θα αποκτήσει το όνομα Νέα Ιερουσαλήμ.

Το δίδυμο της Ιερουσαλήμ και της Κωνσταντινούπολης ως ιερών πόλεων, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας ιστορίας για πολλούς αιώνες. Οι δύο πόλεις συσσώρευσαν γεωθρησκευτικό και γεωπολιτισμικό βάρος που ξεπερνούσε το αντίστοιχο γεωπολιτικό τους.

Με τα δεδομένα αυτά, όταν κατακτήθηκαν οι δύο πόλεις από τους μουσουλμάνους, μπορεί να άλλαξε το γεωπολιτικό τους status, αλλά όχι το αντίστοιχο γεωθρησκευτικό και γεωπολιτισμικό.

Η Κωνσταντινούπολη σε επίπεδο πολιτικό και πνευματικό απετέλεσε το πρότυπο για τις αναδυόμενες πρωτεύουσες, και όχι μόνο, της Ανατολικής Ευρώπης, ιδίως της Ρωσίας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας, με τις οποίες αναπτύχθηκαν ισχυροί γεωθρησκευτικοί δεσμοί.

Η πτώση της Κωνσταντινούπολης δημιούργησε ένα κενό. Οι Οθωμανοί Τούρκοι θέλησαν να γεμίσουν αυτό το κενό και να εμφανιστούν ως οι νέοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Ο Μωάμεθ ο Πορθητής, μετά την Κωνσταντινούπολη σχεδίαζε να καταλάβει και τη Ρώμη, για να ολοκληρώσει τη συνέχεια μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Αυτή αποτελούσε μια μεγάλη φιλοδοξία, προϋπόθεση της οποίας ήταν η ενσωμάτωση της Κωνσταντινούπολης στη νέα αυτοκρατορία. Η Κωνσταντινούπολη αναδείχτηκε σε κέντρο εξουσίας, πολιτικής και οικονομικής, αλλά μέχρις εκεί. Η πνευματικότητα και το γεωθρησκευτικό βάρος της πόλης, δεν έγινε δυνατόν να ενσωματωθούν στην οθωμανική πραγματικότητα.

Αλλά και η Ρωσία άρχισε να σκέπτεται το ενδεχόμενο μετατροπής της Μόσχας στην Τρίτη Ρώμη, μια ιδέα που διήρκεσε αιώνες, αλλά δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά όσο υπήρχε η Κωνσταντινούπολη. Επομένως, η επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης -του Tsargrad- από τους μουσουλμάνους, αναδείχθηκε σε ακρογωνιαίο λίθο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Παρόμοιες σκέψεις έκανε αργότερα και ο Ναπολέων, ο οποίος αρνούνταν να συμβιβαστεί με τους Ρώσους για το θέμα της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης.

Οι Οθωμανοί Τούρκοι κατάφεραν να κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη και να δημιουργήσουν ένα γεωπολιτικό τετελεσμένο, αλλά δεν κατάφεραν να την ενσωματώσουν γεωθρησκευτικά και γεωπολιτισμικά. Η Κωνσταντινούπολη για τον μουσουλμανικό κόσμο δεν έχει την ίδια πνευματική βαρύτητα με τη Μέκκα, τη Μεδίνα ή την Ιερουσαλήμ.

Η Κωνσταντινούπολη, η Ρώμη (το Βατικανό) και στο ποσοστό που της αντιστοιχεί η Ιερουσαλήμ, εξακολουθούν να παραμένουν πόλεις με ιδιαίτερο πνευματικό βάρος για τον Χριστιανισμό και τα διάφορα ρεύματά του. Και όσο οι θρησκείες θα εξακολουθούν να διαμορφώνουν σε μεγάλο μέρος, τις παγκόσμιες ισορροπίες, αυτή η πραγματικότητα δεν πρόκειται να αλλάξει.

Τα δεδομένα αυτά, θέλησε να αλλάξει το τωρινό καθεστώς στην Τουρκία. Ο Ταγίπ Ερντογάν, με τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, θέλησε να ξεκινήσει μια διαδικασία που θα μετέτρεπε την Κωνσταντινούπολη σε πόλη με ειδικό θρησκευτικό βάρος για τον σουνιτικό κόσμο. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος θα πρέπει να ενσωματωθεί γεωπολιτισμικά και γεωθρησκευτικά η Κωνσταντινούπολη στο νέο σχέδιο.

Και αυτό δεν πρόκειται να γίνει.

Γράφει ο Bαγγέλης  Χωραφάς, Διευθυντής του GEOEUROPE

amarysia.gr 

Σάββατο 29 Μαΐου 2021

Τεράστια η προσφορά του Βυζαντίου στην Ευρώπη!

Μπροστά σε ένα τόσο σημαντικό ιστορικό γεγονός, που άλλαξε τον ρουν της Παγκόσμιας Ιστορίας, δεν προσφέρει τίποτε η θρηνολογία και η απλή μνημόνευση των γεγονότων. Εκείνο που βαρύνει στην περίπτωση αυτή είναι να ιδούμε σε βάθος κάποια πράγματα. Να ιδούμε τι πρόσφερε το Βυζάντιο στην Ευρώπη. Επιγραμματικά δίνει απάντηση στο θέμα αυτό ο Άγγλος ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν: «Στις 29 Μαΐου 1453, ένας πολιτισμός σαρώθηκε αμετάκλητα. Είχε αφήσει μια ένδοξη κληρονομιά στα γράμματα και στην Τέχνη. Είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από την βαρβαρότητα και είχε δώσει σε άλλες την εκλέπτυνση των ηθών. Η δύναμή του και η ευφυΐα του προστάτεψαν πολλούς αιώνες την Χριστιανοσύνη. Για 11 αιώνες η Κωνσταντινούπολις ήταν το κέντρο ενός κόσμου φωτός».
Ας ιδούμε κάπως αναλυτικότερα τι πρόσφερε το Βυζάντιο στην Ευρώπη: Πρώτο την διάσωση της ελληνικής γλώσσας μαζί με την διάδοση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Το «Ελληνικό κατόρθωμα», όπως ονομάστηκε, ήταν η επικράτηση της Ελληνικής γλώσσας. Απαλλαγμένη τώρα από τις διαλεκτικές και τοπικιστικές τάσεις, πρόσφερε στον κόσμο ένα πλήρες και λεπτό όργανο επικοινωνίας και έγινε φορέας ιδεών και παράγων συνθέσεως ετερογενών στοιχείων.

Το Βυζάντιο, «το εκχριστιανισθέν Ρωμαϊκόν Κράτος του Ελληνικού Έθνους», όπως το ονόμασε ο Χάιζενμπεργκ, είναι η δεύτερη πηγή πνευματικού και πολιτιστικού ανεφοδιασμού της Ευρώπης. Η Ρώμη είχε μείνει πνευματικά άφωνη. Και τότε, το Χριστιανικό Βυζάντιο υψώνει τη δική του φωνή, μια φωνή ισχυρή, διαπεραστική και συγχρόνως μελωδική (Βυζαντινή Μουσική). Το Ανατολικό Ορθόδοξο Βυζάντιο ξεχύθηκε με αλκή και ορμή να κατακτήσει πολιτιστικά τον κόσμο και να αντικαταστήσει την Ρώμη στον ηγετικό της ρόλο.


Οι ποιητές και οι ιστορικοί, οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες, τα αριστουργήματα τέχνης της αρχαίας Ελλάδας, στη Βασιλεύουσα, «τον προμαχώνα του πολιτισμού», βρήκαν άσυλο. Αν το Βυζάντιο δεν έσωζε την Ελληνολατινική Κληρονομιά, τι θα απέμενε σήμερα στην Ευρώπη; Η Πόλη υπήρξε ο ιερός φύλακας του παλαιού θησαυρού, αυτή και το μεγάλο κέντρο της εκπολιτιστικής δημιουργίας, που εμψύχωσε την κληρονομιά της αρχαιότητας με τη νέα πνοή του Χριστιανισμού και έδωσε νέα πνοή και δύναμη στον πολιτισμό (ΚΓ’ Παιδαγωγικό Συνέδριο).


Δεν ήταν απλός θεματοφύλακας το Βυζάντιο, αλλά ήταν και διαμορφωτής και δημιουργός. Ήταν ο κυριότερος εκπολιτιστικός παράγων της ανθρωπότητας επί χίλια και πλέον χρόνια. Οι Βυζαντινοί Ιεραπόστολοι με απίστευτο ηρωισμό και αυταπάρνηση εξορμούσαν από τις ερήμους της Σιβηρίας μέχρι τις ερήμους της Αιθιοπίας και εξημέρωναν τους λαούς με το φως του Ευαγγελίου. Σε Ανατολή και Δύση ακτινοβόλησε το Βυζάντιο. Από την Ιρλανδία μέχρι την Κίνα βρίσκουμε επιδράσεις της Βυζαντινής τέχνης, των Σλαβικών δε λαών δημιούργησε τη γλώσσα και τη φιλολογία.


Την ώρα που οι Ευρωπαίοι ζούσαν ημιβάρβαρο βίο μέσα σε παχυλή αμάθεια και σκοτεινή δεισιδαιμονία, στη Βασιλεύουσα και στις Ελληνικές Πόλεις της Ανατολής, η ζωή κυλούσε μέσα στις λεπτότερες καλλιτεχνικές απολαύσεις και στις υψηλότερες πνευματικές πτήσεις. Ενώ οι μεγάλες σημερινές Ευρωπαϊκές Πρωτεύουσες είτε δεν υπήρχαν καθόλου, όπως το Βερολίνο, είτε ήταν ελεϊνά χωριά, όπως το Παρίσι και το Λονδίνο, η Κωνσταντινούπολη ήταν «η αληθινή Ευρωπαϊκή μεγαλούπολη», που μέσα στα τείχη της περιέκλειε περισσότερα βιβλία και αριστουργήματα τέχνης, από όσα ολόκληρη η άλλη οικουμένη. Πρόσφερε τη Βυζαντινή Φιλοσοφία, τη Θεολογία, την Ποίηση, τη Μουσική, τη Ζωγραφική και την Αρχιτεκτονική.
Η εκκλησιαστική ποίηση και υμνογραφία με τρόπο πηγαίο «και διά στίχων ευμνημονεύτων θαυμαστής συντομίας και σαφηνείας», όπως γράφει ο Καθηγητής Ευάγ. Θεοδώρου, προσφέρει δόγμα και τέχνη, θεολογία και αναγωγή νου και καρδιάς. Αυτή η Βυζαντινή μουσική, η τόσο πλούσια και πλατειά, η τόσο πρωτότυπη και βαθειά, η τόσο γόνιμη και ελκυστική, γοητευτική και ουσιαστική, είναι μια πρωτότυπη δημιουργία του Βυζαντίου, αλλά και ένα άνοιγμα δρόμου προσφοράς στην Ευρώπη και τον πολιτισμό.

 
Επίσης η Βυζαντινή Τέχνη, Ζωγραφική και Αρχιτεκτονική, είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά και πρωτότυπα δημιουργήματα του Βυζαντινού πολιτισμού, ίσως η πιο γόνιμη και λαμπρή προσφορά στην ανθρωπότητα. Η μεν Αρχιτεκτονική για τη μεγαλοπρέπεια της μορφής, η δε Ζωγραφική για το ύψος της εκφραστικής. Η Αρχιτεκτονική με τους τρούλους και τις κόγχες, τις αψίδες και τα λοφία, τους κίονες και τους πεσσούς, τα καμπαναριά και τις στοές, εσωτερικές και εξωτερικές, χαρακτηρίζει το Βυζάντιο.


Ο Χριστιανισμός και η Βυζαντινή τέχνη γενικά, κατά την έκφραση συγχρόνου Γάλλου Φιλοσόφου, δημιούργησε νέα ψυχή στον άνθρωπο, γνώρισε σ’ αυτόν τον κόσμο της εσωτερικότητας, πρόβαλε νέους, άγνωστους, ιδανικούς σκοπούς, ενεφύσησε νέο, υπερκόσμιο πνεύμα και εξευγένισε τις νοσταλγίες και τους πόθους.
Προσφορά πολύ μεγάλη του Βυζαντίου στην Ευρώπη είναι ο εκπολιτισμός και εκχριστιανισμός των Σλάβων, καθώς και η εθνική τους Αναγέννηση.


Τα ονόματα των Ελλήνων Ιεραποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου είναι ονόματα ιερά σε όλο το σλαβικό κόσμο, γιατί αυτοί τους εισήγαγαν στον κύκλο των ευρωπαϊκών και πολιτισμένων λαών, αυτοί δημιούργησαν την Εκκλησία τους, το αλφάβητο, τη φιλολογία, τη μουσική και την τέχνη τους.
Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων έργο του Χριστιανικού Βυζαντίου, είναι πολύ μεγάλη προσφορά στον πολιτισμό. Κάτω από την άμεση επίδραση του Βυζαντίου αναπτύχθηκε και μεγάλωσε και εκπολιτίστηκε η Ρωσία...


Ο Γάλλος ιστορικός Leroy Beaulieu γράφει: «Η Ρωσία κατέστη εν είδος αποικίας του Βυζαντίου. Οι Ρώσοι Μητροπολίται ήσαν Έλληνες. Οι Ηγεμόνες αυτής ενυμφεύοντο Ελληνίδας και επισκέπτοντο τον Βόσπορον. Τα πολυάριθμα σχολεία, τα οποία ίδρυσεν ο Βλαδίμηρος και ο Γιαροσλάβος, διευθύνοντο υπό Ελλήνων κατά το Βυζαντινόν πρότυπον...».
Η Ρωσία από το Βυζάντιο έμαθε να κτίζει σπίτια και εκκλησίες με πέτρα και τοιχοδομία και Έλληνες ζωγράφοι έκαναν τη διακόσμηση. Την Αγία Σοφία του Κιέβου το θαυμάσιο αυτό μνημείο, την έκτισαν οι Ρώσοι ηγεμόνες, για να έχουν και αυτοί στην πρωτεύουσά τους μια Αγία Σοφία.
Το 1472 ο Ιβάν ο Γ’ ο Μέγας νυμφεύθηκε την ανεψιά του Κων/τίνου Παλαιολόγου, τη Σοφία Παλαιολογίνα, όλοι οι Ρώσοι ενθουσιάστηκαν, γιατί νυμφεύονταν με την απόγονο που ανήκε «εις το αυτοκρατορικόν δένδρον, το οποίον εκάλυπτε άλλοτε διά της σκιάς αυτού ολόκληρον την Ορθόδοξον Χριστιανοσύνην». Αυτή η κόρη των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Ελλήνων είχε τεράστια επίδραση στον Ιβάν και σ’ αυτήν οφείλεται κατά μεγάλο μέρος η απόσειση του φοβερού ζυγού των Μογγόλων, που για αιώνες βάραινε τη Ρωσική φυλή.


Στην ιστορία γίνεται λόγος για την Αναγέννηση στη Δυτική Ευρώπη. Αλλά Αναγέννηση χωρίς την αρχαία Ελληνική Γραμματεία, μπορεί να εννοηθεί; Ο Όμηρος, οι Φιλόσοφοι, οι ρήτορες, οι τραγικοί ποιητές, οι ιστορικοί έκρυβαν όλα εκείνα τα στοιχεία που θα ανανέωναν και θα αναγεννούσαν την ψυχή του ανθρώπου. Μάλιστα δε, όταν γνωρίζουμε, ότι οι λαοί της Δυτικής Ευρώπης έζησαν πραγματικό σκοτεινό Μεσαίωνα.
Έρχεται και εδώ ο κόσμος της «Ελληνικής Αυτοκρατορίας των μέσων χρόνων» να προσφέρει στην Ευρώπη τον πνευματικό θησαυρό που κληρονόμησαν από τους προγόνους τους.
Το Βυζάντιο κατόρθωσε να διατηρήσει αλώβητη όλη την κληρονομιά της Ελληνικής Αρχαιότητας, ώστε να είναι ικανό να στείλει στη Δύση στην κατάλληλη στιγμή ένα Χρυσολωρά, ένα Τραπεζούντιο, ένα Γαζή, ένα Βησσαρίωνα, ένα Λάσκαρη, ανθρώπους που ετοίμασαν την Αναγέννηση.


Ο Μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας φρόντισε να αντιγραφούν ορθά και να διασωθούν έτσι πολλά έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Το παράδειγμά του βρήκε πολλούς μιμητές. Έτσι, στα περισσότερα μοναστήρια του Βυζαντίου υπήρχαν επιτελεία καλλιγράφων μοναχών, οι οποίοι συνεχώς αντέγραφαν αρχαία συγγράμματα σε παπύρους και περγαμηνές. Είναι τα περίφημα Σκριπτόρια (scripto = γράφω). Με αυτόν τον τρόπο δεν χάθηκε ο πνευματικός θησαυρός των αρχαίων προγόνων. Αν δεν υπήρχε Βυζάντιο στην Ανατολή, δεν θα υπήρχε Αναγέννηση στη Δύση. Η Δύση, όμως, αποδείχτηκε αχάριστη υποσκάπτοντας τα θεμέλια του Βυζαντίου, για να γίνει εύκολη λεία της εξ Ανατολής λαίλαπας.


Ο Στήβεν Ράνσιμαν γράφει: «Η Κωνσταντινούπολη έγινε η έδρα της θηριωδίας, της αμάθειας, της μεγαλόπρεπης ακαλαισθησίας. Μόνον στα ρωσικά παλάτια, που από πάνω τους φτερούγιζε ο δικέφαλος, το έμβλημα του οίκου των Παλαιολόγων, έμεινε για λίγους ακόμα αιώνες μερικά ίχνη βυζαντινά, μόνον εκεί και σε κάτι σκοτεινές αίθουσες κοντά στον Κεράτιο Κόλπο, χωμένες ανάμεσα στα σπίτια του Φαναρίου, όπου ο Πατριάρχης διατηρούσε την άσημη αυλή του, έχοντας το ελεύθερο, από την πολιτικότητα του κατακτητή σουλτάνου και χάρη στους μόχθους του Γεωργίου Γεννάδιου Σχολάριου, να κυβερνάει τον υπόδουλο χριστιανικό κόσμο και να του χαρίζει μια κάποια σιγουριά... Ο δικέφαλος αετός όμως δεν φτερουγίζει πια στη Ρωσία και το Φανάρι έχει βυθισθεί στην αβεβαιότητα και το φόβο. Τα  τελευταία λείψανα ψυχομαχούν ή είναι νεκρά. Όλα έγιναν όπως ακριβώς τα είχαν προείπει οι μάντεις του Βυζαντίου, οι προφήτες που μιλούσαν αδιάκοπα για την κακή μοίρα που ζύγωνε, για τις τελευταίες ημέρες της Πόλης. Οι κουρασμένοι Βυζαντινοί ήξεραν ότι το μαύρο ριζικό που τόσο συχνά είχαν φοβηθεί, κάποια μέρα σίγουρα θα τους έβρισκε...».

ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ 29 Μάιος 2015
(Με αφορμή την επέτειο Άλωσης της Κων/πολης)
Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

Η ιστορία της Αγια-Σοφιάς

Ο ναός αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και υπήρξε ο σημαντικότερος ναός της Ορθόδοξης εκκλησίας
Αγία Σοφία: Η ιστορία του Ναού - συμβόλου της Χριστιανοσύνης | tanea.gr 
Σπάνια ένα μνημείο προκαλεί δέος και συγκίνηση ανάλογη με αυτή που δημιουργείται όταν κάποιος αντικρίζει την Αγία Σοφία. Χτισμένη πάνω σε ένα μικρό ύψωμα, έτσι ώστε να είναι  το πρώτο κτίσμα που χτυπάει στα μάτια του επισκέπτη, καθώς εισέρχεται από την Προποντίδα, η Αγία Σοφία είναι ένα από τους μεγαλύτερους ναούς του κόσμου, ένα πραγματικό θαύμα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και ένα σύμβολο για όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς.

Βέβαια, λόγω της μακραίωνης ιστορίας της, ο ναός της Αγίας Σοφίας έχει ένα ακόμα μοναδικό χαρακτηριστικό: είναι ένα κτίριο που έχει υπάρξει τόπος λατρείας όχι μόνο για τους Ορθόδοξους, αλλά και τους Καθολικούς και τους Μουσουλμάνους. Το οικοδόμημα ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της τρουλαίας βασιλικής και συνδυάζει στοιχεία της πρώιμης βυζαντινής ναοδομίας, σε πολύ μεγάλη κλίμακα. Εκτός από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της, η Αγία Σοφία ξεχωρίζει επίσης για τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμό της.

Ο ναός αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και υπήρξε ο σημαντικότερος ναός της Ορθόδοξης εκκλησίας.

Για χίλια και πλέον χρόνια (537-1453), η Αγία Σοφία θα αποτελέσει το κέντρο της ορθοδοξίας και του ελληνισμού. Εκεί, ο λαός θα γιορτάσει τους θριάμβους, θα θρηνήσει τις συμφορές και θα αποθεώσει τους νέους αυτοκράτορες.

Οι πρώτοι δύο ναοί

Λίγοι γνωρίζουν ότι η Αγία Σοφία που υπάρχει σήμερα στην Κωνσταντινούπολη δεν είναι η πρώτη, αλλά η τρίτη μορφή του ναού.

Ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας, τύπου ξυλόστεγης βασιλικής, θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ. όταν μετέφερε την πρωτεύουσα της παραπαίουσας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη αργότερα). Η ανέγερση του ναού ολοκληρώθηκε από τον γιο του Κωνστάντιο και τα εγκαίνια έγιναν στις 15 Φεβρουαρίου 360.

Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αρκαδίου, το 404, ο πρώτος ναός πυρπολήθηκε από εξαγριωμένους υποστηρικτές του Ιωάννη του Χρυσόστομου, τον οποίο είχε εξορίσει η αυτοκράτειρα Ευδοξία. Η Αγία Σοφία ξανακτίσθηκε ως ξυλόστεγη βασιλική από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ και τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Ιανουαρίου 415 από τον πατριάρχη Αττικό. Όμως ο ναός θα πυρποληθεί εκ νέου, το 532, κατά τη Στάση του Νίκα.

Έτσι, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ αποφάσισε να κατασκευάσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική, για να δεσπόζει στη Βασιλεύουσα. Τα θεμέλια αυτού του μεγαλοπρεπή ναού τέθηκαν στις 23 Φεβρουαρίου 532, σαράντα ημέρες μετά την καταστολή της εξέγερσης, με σχέδια που εκπόνησαν ο Ανθέμιος Τραλλιανός (474-534) και ο Ισίδωρος ο Μιλήσιος (442-534).

Οι δυο έμπειροι μηχανικοί, αλλά και αρχιτέκτονες, μαθηματικοί και καλλιτέχνες, έδωσαν νέες λύσεις σε μέχρι τότε άλυτα αρχιτεκτονικά προβλήματα. Εφάρμοσαν το σύστημα θολοδομίας και δημιούργησαν ένα νέο τύπο εκκλησίας, την βασιλική με τρούλλο, ενώ η αντισεισμική προστασία του ναού, στην κατ’ εξοχήν σεισμογενή Κωνσταντινούπολη, θαυμάζεται ακόμη και σήμερα από τους ειδικούς. Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες, ενώ το κόστος κατασκευής του κυμάνθηκε από 80 έως 320 κεντηνάρια χρυσού (περίπου 2,5 δισ. ευρώ). Από κάθε σημείο της αυτοκρατορίας, έγινε προσφορές.Τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο. Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού.

Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, αναφώνησε: «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε Σολομών».

Ο ναός έχει μέγιστες διαστάσεις 77Χ72 μέτρα και ο εντυπωσιακός τρούλλος που κυριαρχεί σε όλη την σύνθεση, έχει διάμετρο 33 μέτρα και ύψος από το δάπεδο 62 μέτρα. Κανένας από τους δύο δημιουργούς της Αγίας Σοφίας δεν ευτύχησε να δει το έργο τελειωμένο, καθώς πέθαναν πριν από την ολοκλήρωσή της.

Η τελική μορφή του ναού

Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ αποφάσισε να κατασκευάσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική. Τα θεμέλια αυτού του μεγαλοπρεπή ναού θα μπουν στις 23 Φεβρουαρίου του 532, με σχέδια που εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες Ανθέμιος Τραλλιανός και Ισίδωρος ο Μιλήσιος.

Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες, ενώ ξοδεύτηκαν 320.000 λίρες (περίπου 120.000.000 ευρώ).

Από κάθε σημείο όπου υπήρχε Ελληνισμός, έγινε προσφορά: τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο. Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού.

Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα, αναφωνεί: «Δόξα τω Θεώ το καταξιωσάντι με τελέσαι τοιούτον έργον. Νενίκηκά σε Σολομών», δηλαδή «Δόξα τω Θεώ που με καταξίωσε να ολοκληρώσω τέτοιο έργο, σε νίκησα Σολομώντα».

Στο προαύλιο του ναού λέγεται πως υπήρχε κρήνη, στην οποία ανεγράφετο η καρκινική φράση «ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ» (νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν, δηλ. ξέπλυνε τις αμαρτίες σου και όχι μόνο το πρόσωπό σου). Η φράση αυτή, αν αναγνωσθεί ανάποδα (από δεξιά προς τα αριστερά) αποδίδει τις ίδιες λέξεις και επομένως και το αυτό νόημα.

Την εποχή του Ιουστινιανού, η Αγία Σοφία είχε χίλιους κληρικούς.

Η κατασκευή του τελικού ναού της Αγίας Σοφίας σε πάπυρο του 14ου αιώνα.

Είχε γίνει και Ρωμαιοκαθολικός ναός

Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών και συγκεκριμένα κατά την περίοδο 1204-1261 ο ναός έγινε Ρωμαιοκαθολικός.

Μάλιστα, κατά την διάρκεια της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (το 1204), η Αγία Σοφία υπέστη τεράστιες ζημιές.

Μετατράπηκε σε τζαμί μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης

Μετά την επανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς το 1262, η Αγία Σοφία ήταν σε πολύ κακή κατάσταση.

Εργασίες συντήρησης έγιναν το 1317 και ακόμα πιο εκτενώς από το 1346 έως το 1354, που η εκκλησία ήταν κλειστή για το κοινό, καθώς πολλά σημεία της οροφής είχαν καταρρεύσει και ο ναός είχε υποστεί ζημιές από τον σεισμό του 1344.

Η τελευταία λειτουργία τελέστηκε στις 29 Μαΐου του 1453. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ’ Δραγάτης, αφού προσευχήθηκε μαζί με το λαό και ζήτησε συγνώμη για λάθη που πιθανόν έκανε, έφυγε για τα τείχη, όπου έπεσε μαχόμενος.

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος.

Απεικόνιση της Αγίας Σοφίας το 1559, μόλις έναν αιώνα μετά την άλωση του 1453.

 Κατά την περίοδο την Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγιναν στο ναό σημαντικές καταστροφές στις τοιχογραφίες του ναού (ασβεστώθηκαν), αφού η απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος θεωρείται βλασφημία για το Ισλάμ. Ο ναός με την σπουδαία αρχιτεκτονική του αποτέλεσε πρότυπο για την κατασκευή και άλλων τεμενών, όπως το Μπλε Τζαμί.

Η σύγχρονη ιστορία: Από τζαμί σε μουσείο και πάλι… τζαμί

To 1934 o Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού της Τουρκίας, μετέτρεψε το τέμενος σε μουσείο.

Σήμερα ο ναός εξακολουθεί να είναι μουσείο, ενώ πραγματοποιούνται σε αυτόν πολιτιστικές εκδηλώσεις, αλλά και εκδηλώσεις που θεωρούνται από ορισμένους ότι δεν αρμόζουν στο χώρο, όπως επιδείξεις μόδας.

Παράλληλα, γίνονται προσπάθειες για τη διάσωση των ψηφιδωτών του ναού.

Την Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020, το Συμβούλιο της Επικρατείας της Τουρκίας αποφάσισε ότι η μετατροπή της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης σε μουσείο το 1934 ήταν παράνομη.

Απεικόνιση της Αγίας Σοφίας το 1559, μόλις έναν αιώνα μετά την άλωση του 1453

Ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας, τύπου ξυλόστεγης βασιλικής, θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ. όταν μετέφερε την πρωτεύουσα της παραπαίουσας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη αργότερα). Η ανέγερση του ναού ολοκληρώθηκε από τον γιο του Κωνστάντιο και τα εγκαίνια έγιναν στις 15 Φεβρουαρίου 360.

Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αρκαδίου, το 404, ο πρώτος ναός πυρπολήθηκε από εξαγριωμένους υποστηρικτές του Ιωάννη του Χρυσόστομου, τον οποίο είχε εξορίσει η αυτοκράτειρα Ευδοξία. Η Αγία Σοφία ξανακτίσθηκε ως ξυλόστεγη βασιλική από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ και τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Ιανουαρίου 415 από τον πατριάρχη Αττικό. Όμως ο ναός θα πυρποληθεί εκ νέου, το 532, κατά τη Στάση του Νίκα.

Έτσι, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ αποφάσισε να κατασκευάσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική, για να δεσπόζει στη Βασιλεύουσα. Τα θεμέλια αυτού του μεγαλοπρεπή ναού τέθηκαν στις 23 Φεβρουαρίου 532, σαράντα ημέρες μετά την καταστολή της εξέγερσης, με σχέδια που εκπόνησαν ο Ανθέμιος Τραλλιανός (474-534) και ο Ισίδωρος ο Μιλήσιος (442-534).

Οι δυο έμπειροι μηχανικοί, αλλά και αρχιτέκτονες, μαθηματικοί και καλλιτέχνες, έδωσαν νέες λύσεις σε μέχρι τότε άλυτα αρχιτεκτονικά προβλήματα. Εφάρμοσαν το σύστημα θολοδομίας και δημιούργησαν ένα νέο τύπο εκκλησίας, την βασιλική με τρούλλο, ενώ η αντισεισμική προστασία του ναού, στην κατ’ εξοχήν σεισμογενή Κωνσταντινούπολη, θαυμάζεται ακόμη και σήμερα από τους ειδικούς.

 

Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες, ενώ το κόστος κατασκευής του κυμάνθηκε από 80 έως 320 κεντηνάρια χρυσού (περίπου 2,5 δισ. ευρώ). Από κάθε σημείο της αυτοκρατορίας, έγινε προσφορές.Τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο. Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού.

Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, αναφώνησε: «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε Σολομών».

Ο ναός έχει μέγιστες διαστάσεις 77Χ72 μέτρα και ο εντυπωσιακός τρούλλος που κυριαρχεί σε όλη την σύνθεση, έχει διάμετρο 33 μέτρα και ύψος από το δάπεδο 62 μέτρα. Κανένας από τους δύο δημιουργούς της Αγίας Σοφίας δεν ευτύχησε να δει το έργο τελειωμένο, καθώς πέθαναν πριν από την ολοκλήρωσή της.

Για χίλια περίπου χρόνια (537-1453), η Αγία Σοφία ήταν το κέντρο της πολιτικής, εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εκεί, ο λαός θα γιορτάσει τους θριάμβους, θα θρηνήσει τις συμφορές και θα αποθεώσει τους νέους αυτοκράτορες. Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στην Σοφία του Θεού, αλλά για τους Βυζαντινούς ήταν περισσότερο ταυτισμένη με την Παναγία. Το 626 , όταν η Κωνσταντινούπολη σώθηκε από την πολιορκία Αβάρων και Περσών, εψάλη εκεί για πρώτη φορά εκεί ο Ακάθιστος Ύμνος. Το 860, όταν την Κωνσταντινούπολη πολιόρκησαν οι Ρως (Ρώσοι), ο πατριάρχης Φώτιος πήρε το πέπλο της Θεοτόκου, που φυλασσόταν στην Αγία Σοφία και το εμβάπτισε στην θάλασσα. Τότε προκλήθηκε μεγάλη θαλασσοταραχή που κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, σύμφωνα με την παράδοση.

Την εποχή της Εικονομαχίας (726-843) απομακρύνθηκαν από την Αγία Σοφία οι εικόνες και κάθε είδους αναπαράσταση των θείων και αγίων προσώπων. Επί πατριαρχίας του εικονομάχου πατριάρχη Νικήτα Α (766-780) μόνο ο σταυρός εξέφραζε την ταύτιση της Αγίας Σοφίας με την χριστιανική θρησκεία.

 

Στις 16 Ιουλίου 1054 μέσα στην Αγία Σοφία εκτυλίχθηκε ένα από τα σοβαρότερα επεισόδια του εκκλησιαστικού Σχίσματος, όταν ο απεσταλμένος του Πάπα καρδινάλιος Ουμβέρτος επέθεσε επιδεικτικά τη Βούλα Αφορισμού του πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου στην Αγία Τράπεζα, πριν από την έναρξη της Θείας Λειτουργίας. Κατά την διάρκεια της Λατινοκρατίας (1204-1261), η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και έδρα του Λατίνου Πατριάρχη.

Η τελευταία λειτουργία τελέστηκε στις 29 Μαΐου 1453. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, αφού προσευχήθηκε μαζί με το λαό και ζήτησε συγγνώμη για τα λάθη του, έφυγε για τα τείχη, όπου έπεσε μαχόμενος.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Αγία Σοφία έγινε μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί) από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την ίδρυση του σύγχρονου Τουρκικού Κράτους από τον Κεμάλ Ατατούρκ, μετατράπηκε σε μουσείο με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου στις 24 Νοεμβρίου 1934.

Η Αγία Σοφία ως μουσείο άνοιξε τις πύλες της την 1η Φεβρουαρίου 1935 και στις 6 Δεκεμβρίου 1985, ανακηρύχθηκε από την UNESCO, Μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Στις 10 Ιουλίου 2020, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπέγραψε διάταγμα, με το οποίο η Αγία Σοφία μετατρέπεται και πάλι σε τζαμί, το οποίο θα είναι ανοιχτό σε όλους τους μουσουλμάνους, τους χριστιανούς και τους ξένους, όπως δήλωσε. Το «πράσινο φως» είχε δώσει νωρίτερα με απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Τουρκίας, ακυρώνοντας το προεδρικό διάταγμα του Κεμάλ Ατατούρκ. Η Αγία Σοφία ως τζαμί ανοίγει σήμερα τις πύλες της. 

TANEA Team